Σήκω, η μέρα άρχισε!
«Ο ύπνος είναι σπουδαίο συστατικό της φύσεώς μας, απεικόνιση του θανάτου, αργία των αισθήσεων» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος)
Η πιο δύσκολη ώρα για τον άνθρωπο της εποχής μας είναι η ώρα του ξυπνήματος. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι, όταν έρχεται η ώρα να σηκωθούμε από το κρεβάτι, έχουμε έναν λογισμό στον νου μας: «είμαι κουρασμένος»! Και συνοδεύεται ο λογισμός με άλλους, παρεμφερείς: «ποιος ξυπνάει πάλι;», «άσε με λίγο ακόμη», «πάλι χτύπησε το ξυπνητήρι». Ιδίως τα παιδιά, αν μπορούσαν να κοιμηθούν μέχρι το μεσημέρι, θα ήταν ευτυχισμένα! Το βλέπουμε αυτό στις διακοπές. Αντίθετα, δεν τους πειράζει το ξενύχτι. Μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, της τηλεόρασης ή του κινητού στις μέρες μας, τα παιδιά χτίζουν την προσωπικότητα του ανθρώπου που δεν βιάζεται να κοιμηθεί, αλλά και δεν θέλει να ξυπνήσει!
Μία από τις αγαπημένες φράσεις των γονέων στην παιδική ηλικία είναι «ήρθε η ώρα για ύπνο». Και η κατάκλιση στο κρεβάτι συνοδεύεται από ιστορίες, παραμύθια, λίγη προσευχή, νανουρίσματα, αν ο γονιός έχει χρόνο και διάθεση. Κι έτσι πρέπει να γίνεται. Η αφήγηση καλμάρει, συναρπάζει, ομορφαίνει την ώρα του ύπνου. Κι ενώ για το παιδί η ώρα του ύπνου συνεπάγεται το σταμάτημα των δραστηριοτήτων ή ό,τι παρακολουθεί εικονικά, και γι’ αυτό μπορεί να φέρνει αντιδράσεις, η αλλαγή του προγράμματος γεννά την προσδοκία του διαφορετικού, την προσδοκία της σχέσης, της επαφής, της κοινωνίας γονέα και παιδιού. Κι αυτό είναι εμπειρία που γίνεται μνήμη. Η μεταγενέστερη σχέση τροφοδοτείται ακριβώς από τέτοιες μνήμες και δίνει στην οικογένεια ένα αίσθημα χαρούμενης νοσταλγίας.
Το νου σου στον τερματικό σταθμό !
Επιβιβάστηκες στο συρμό την Κυριακή, ψυχή μου.
Με το εισιτήριο «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» στο χέρι.
Έχε το νου σου στον τερματικό σταθμό!
Μόνο σ’ αυτόν!
Θα μπουν κι άλλοι επιβάτες στο συρμό.
Μην παραξενευτείς σαν θα δεις το βράδυ της Μ. Πέμπτης να μπαίνει ένας ληστής.
Πρώτος θα βγει στην αποβάθρα.
Και το δικό του εισιτήριο θα γράφει «Μνήσθητι μου Κύριε»
Η θεωρία της ζεστής σοκολάτας! – Διδακτική ιστορία
Μερικοί απόφοιτοι μιας σχολής, με καλές πλέον δουλειές συζητούσαν για τις ζωές τους σε μία γιορτή σχολικής επανένωσης.
Αποφάσισαν να επισκεφθούν τον παλιό τους καθηγητή, συνταξιούχο πλέον, που πάντοτε ήταν πηγή έμπνευσης γι’ αυτούς.
Κατά τη επίσκεψη η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα παράπονά τους για τη δουλειά, τη ζωή και τις σχέσεις με τους άλλους.
Ο καθηγητής τους έφερε ζεστή σοκολάτα σε μια μεγάλη καράφα, φέρνοντας ταυτόχρονα και πολλές κούπες, διαφόρων ειδών και υλικών, ακριβές και φτηνές, όμορφες και άσχημες.
Έπειτα τους κάλεσε να σερβιριστούν μόνοι τους.
Όταν όλοι πήραν από μια κούπα ο καθηγητής τους είπε:
Πρόσεξα ότι όλοι προτιμήσατε από τις όμορφες και ακριβές κούπες, αφήνοντας πίσω για τους άλλους τις άσχημες και φτηνές κούπες.
Το ό,τι είναι φυσικό για εσάς να θέλετε το καλύτερο για τον εαυτό σας, αυτό ακριβώς είναι και η αιτία των προβλημάτων σας.
Μία απλή διδακτική ιστορία.
Ένα βράδυ, μετά από μια πολύ δύσκολη ημέρα στη δουλειά, η μαμά μου έφτιαξε βραδινό για τον πατέρα μου.
Αυγά, σαλάτα και μια καμένη φρυγανιά.
Τον σέρβιρε κι εγώ περίμενα να δω αν θα παραπονιόταν για την καμένη φρυγανιά, αλλά ο μπαμπάς μου άρχισε να τρώει, χαμογελώντας και με ρώτησε πώς πέρασα την μέρα μου.
Η μαμά μου απολογήθηκε για το βραδινό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή του: "Μα αγάπη μου, λατρεύω την καμένη φρυγανιά!"
Αργότερα, όταν πήγα για ύπνο και ήρθε ο μπαμπάς μου να με καληνυχτίσει, τον ρώτησα αν εννοούσε αυτό που είπε.
Με αγκάλιασε και μου είπε: " Η μαμά σου είχε μια δύσκολη μέρα και είναι πραγματικά κουρασμένη.
Παρόλα αυτά, έκατσε και μας έφτιαξε και βραδινό, γιατί να την κατηγορήσουμε και να την πληγώσουμε;
Η καμένη φρυγανιά δεν πείραξε ποτέ κανέναν, τα λόγια όμως πληγώνουν ανεπανόρθωτα."
Το πανέρι με τα σταφύλια.
Μια φτωχιά γυναίκα περνούσε κάποτε δίπλα από ένα αμπέλι γεμάτο σταφύλια.
«Πως θα 'θελα να είχα ένα τσαμπί απ' αυτά!»
Εκείνη τη στιγμή, περνά ο νοικοκύρης του αμπελιού. Τη χαιρετά και της λέει:
-Κυρούλα, θα 'θελες κανένα σταφύλι;
Και στην καταφατική απάντηση της, χώθηκε μέσα στ' αμπέλι για να κόψει.
Η γυναίκα περίμενε. Πέντε, δέκα λεπτά, ένα τέταρτο πέρασαν, χωρίς ο αμπελουργός να φανεί.
Βαρέθηκε λοιπόν να τον περιμένει και με την ιδέα πως ο άνθρωπος την είχε ξεχάσει, ξεκίνησε να φύγει.
Μα να! Την ίδια στιγμή, φορτωμένος ένα πανέρι με διαλεχτά σταφύλια, φαίνεται μπροστά της και της λέει χαμογελώντας:
-Με συμπαθάς που άργησα. Μα ήθελα να σου διαλέξω μερικά καλά.