Loading...

Η πρώτη μέρα του πολέμου στην Πάτρα

Δευτέρα πρωί, 28 Οκτωβρίου 1940. Ξημέρωσε. Η γαλάζια θάλασσα χάιδευε το λιμάνι γύρω απ’ τον μόλο της Πάτρας κι ο ήλιος τον ζέσταινε σιγά σιγά εκείνο το φθινοπωριάτικο πρωινό. Τίποτε γύρω μας δεν πρόδιδε την τραγωδία που θα ξέσπαγε. Κι οι αναμνήσεις ξανάρχονται ζωντανές, νωπές, λες κι ήταν χθες που παιδιά ακόμα με τις μπλε ποδιές παίρναμε τον δρόμο, όπως κάθε πρωί για το Αρσάκειο. Απ’ τον κόσμο γύρω μας που κρατούσε μια εφημερίδα στο χέρι, από τα ανήσυχα βλέμματα και τα ωχρά πρόσωπα, καταλάβαινες πως κάτι συνέβαινε. Μα τι;….

Δεν πέρασε ώρα πολλή και τα πρώτα ιταλικά αεροπλάνα έκαναν τον πρωινό τους περίπατο πάνω από την πόλη μας. Ήρθαν κι έφυγαν ανενόχλητα, κατέβηκαν χαμηλά, ενώ χιλιάδες μάτια τα κοιτούσαν περίεργα, χωρίς να έχουν επίγνωση του κινδύνου…

Και τότε είναι που έγινε το μεγάλο μακελειό… Οι βόμβες πέφτανε, τ’ αεροπλάνα πυροβολούσαν, θέριζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, η τραγωδία είχε αρχίσει, παιζόταν η πρώτη και η τελευταία πράξη μαζί, με ηθοποιούς τα γυναικόπαιδα της Πάτρας… Τι ηρωισμός, αλήθεια, να σκοτώνεις γυναικόπαιδα!

Μια γνωστή μας οικογένεια μας πήραν με την αδερφή μου απ’ το Αρσάκειο και μας φιλοξένησαν την πρώτη μέρα στο Μιντιλόγλι, στο εξοχικό τους σπίτι. Οι γονείς μας, ο παππούς, η γιαγιά, ο αδελφός μας, είχαν όλοι μαζευτεί στο εργοστάσιο του πατέρα μας κι από εκεί μ’ ένα κάρρο και με τα ρούχα που φορούσαμε φύγαμε για ένα χωριό έξω από την Πάτρα. Στο διάβα μας το θέαμα ήταν κάτι φοβερό: Κομμένα κεφάλια, σώματα νεκρά, πεταμένα χέρια, πόδια και εσύ που προχωρείς για να σωθείς…

Κι ενώ μια ατέλειωτη ουρά από κόσμο μ’ ένα μπογαλάκι στο χέρι, ό,τι κατόρθωσαν να πάρουν από ένα ολόκληρο νοικοκυριό, έφευγε μακριά από την κόλαση, τα τρένα σφύριζαν και περνούσαν γεμάτα λεβέντες ντυμένους στο χακί, που τραγουδούσαν και χαιρετούσαν μ’ έναν έξαλλο ενθουσιασμό… αργά το βράδυ η Πάτρα ερήμωσε. Σπίτια, μαγαζιά έμειναν ανοιχτά, αφύλακτα, κανείς δεν ενδιαφερόταν πλέον γι’ αυτά. Θέλανε μόνο να ζήσουν.

Κι αύριο πάλι θα είχαμε βομβαρδισμό;

Ο πόλεμος: Μια καινούργια σελίδα είχε αρχίσει να γράφεται και ποτέ δεν ήξερε το βιβλίο πού και πώς θα τελεώσει.

Άννα Σταματοπούλου – Δημητρουλοπούλου

(Κ. Χατζηπατέρα – Μ. Φαφαλιού, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 40-41, Εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», Αθήνα 1982, σελ. 42)

© Copyright 2023 π. Αντώνιος Μπεζαΐτης, εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Στυλιανού Γκύζη Back To Top