"Ας μου επιτραπεί μια εικασία: ο Έλληνας που κάθισε και σκάρωσε αυτό το δημοτικό τραγούδι για τους χωριανούς του που τρέξαν στην Τριπολιτσά, αυτούς τους Σαράντα μάρτυρες είχε στο μυαλό του.
Ήταν Μάρτιος που ξέσπασε η Επανάσταση, μόλις είχε γιορτάσει την μνήμη τους, κι έτσι αυθόρμητα σκάρωσε μέσα του την αναλογία. Τα ίδια έβλεπε στους πατριώτες του, τα ίδια ένοιωθε κι ο ίδιος, μάλλον ήταν κι αυτός μες τους σαράντα. Την ήξερε την δική τους «ιερή τρέλα» από πρώτο χέρι, από προσωπική πείρα αιώνων μέσα στην Τουρκοκρατία.
Καταλάβαινε τον έρωτα που πύρωνε την ψυχή τους μέσα στην παγωμένη νύχτα, αυτό το πάθος που δεν έχει λόγια, αυτήν τη έκσταση, που σε κάνει ν’ αψηφάς την υπεράνθρωπη πρόκληση, να φωνάζεις μέχρι να ξεψυχήσεις «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος», «Ελευθερία ή Θάνατος», να ενθαρρύνεις τον διπλανό σου ν’ αντέξει κι εκείνος, ν’ αντέξεις κι εσύ.
Σαν τέτοια υπεράνθρωπη δοκιμασία την καταλάβαινε κι εκείνος την Επανάσταση, γιατί ήταν. Κι έτσι θυμήθηκε σαν όμοια την μνήμη αυτή, για να τραγουδήσει την φλόγα που έκαιγε και την δική του καρδιά, για τον Χριστό και την Πατρίδα του".
Στέλλα Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.