Η γιορτή των Φώτων είναι στις 6 Ιανουαρίου.
Με αυτή τη γιορτή τελειώνει και το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Ο λαός πιστεύει πως τη μέρα των φώτων φεύγουν οι καλικάτζαροι, γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Οι καλικάτζαροι αρχίζουν να φοβούνται από την παραμονή, που γίνεται ο μικρός αγιασμός.
Τι είναι όμως οι καλικάτζαροι?
Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως όταν οι ψυχές έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον επάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Οι γιαγιάδες μας παλιά έλεγαν πως είναι αερικά, ξωτικά. Σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία, πρόκειται για «δαιμόνια» που εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου-6 Ιανουαρίου). Επειδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα ο Χριστός είναι ακόμη αβάφτιστος, είναι και «τα νερά αβάφτιστα». Έτσι βρίσκουν ευκαιρία οι καλικάντζαροι ν’ αλωνίσουν τον κόσμο.
Παραδοσιακά οι καλικάτζαροι, αφού ενοχλήσουν τους θνητούς για δώδεκα μέρες, θα επιστρέψουν πάλι στο κέντρο της γης.
Ολόκληρο το χρόνο οι καλικάντζαροι ζουν κάτω από τη γη, προσπαθώντας άλλος με τσεκούρι, άλλος με πριόνι ή μπαλτά και άλλοι με τα νύχια και τα σουβλερά τους δόντια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει απομείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και, επειδή φοβούνται μην πέσει η γη και τους πλακώσει, λένε “αφήστε το να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του”. Ανεβαίνουν λοιπόν πάνω στη γη για να τυραννήσουν τους ανθρώπους και τα Θεοφάνεια που γυρίζουν, βλέπουν το δέντρο ολάκερο, ακέραιο, άκοπο. Και πάλι κόβουν και πάλι έρχονται τα Χριστούγεννα, και όλο απ’ την αρχή.
Τη μέρα των φώτων αγιάζουν τα νερά και σε πολλά μέρη της Ελλάδος ρίχνει ο παπάς τον σταυρό σε νερά και παιδιά, ενήλικες, πέφτουν στα νερά για να πιάσουν το σταυρό. Κατά τη διαδικασία αυτή ο παπάς ψέλνει: “Κύριε ελέησον…”. Στο τέλος της λειτουργίας οι πιστοί παίρνουν άγιο νερό και ραντίζουν το σπίτι, τα σπαρτά, τα ζώα. Επίσης η γιορτή των φώτων ολοκληρώνει τις διακοπές των παιδιών, τα οποία επιστρέφουν στο σχολείο.
Στη Μάνη ακούγονται και στην εποχή μας κάποια λαϊκά στιχουργήματα για τους καλικάντζαρους:
Αρορίτες είμαστε,
αραρά γυρεύουμε
τηγανίδες θέλομε
τα παιδιά τα παίρνουμε
ή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα
ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.
Και όταν ο παπάς αγιάσει τα σπίτια οι καλικάντζαροι φεύγοντας λένε ,τραβώντας τα μαλλιά τους:
«Φεύγετε να φεύγουμε
τι έρχεται ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας εκατέκαψε!»
Κάλαντα των Φώτων
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
‘Οργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
‘Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Κάλαντα των Φώτων
Σήμερον τα φώτα κι ο φωτισμός
και του Ιησού μας ο βαφτισμός.
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα στα τίμια χέρια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί.
«Δύνεσ’, Άη Γιάννη Πρόδρομε,
για να μου βαφτίσεις Θεόν παιδί ;»
Δύνουμαι και σώνω και προσκυνώ,
για κοντοκαρτέρει ως το πουρνό,
για ν’ ανέβω απάνου στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν’ αγιαστούν οι βρύσες και τα νερά,
ν’ αγιαστή κι αφέντης με την κυρά».
Σήκω, κυρά μ’, να στολιστής, να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα και στον αγιασμό και στον καλό το χρόνο.
Βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάλ’το καμαροφρύδι.
Για βάλε το χεράκι σουστην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσα δος μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και μισό φλουρί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’ αφέντη μ’ κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Να ζήσεις χρόνια εκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι απ’ τα διακόσα κι ύστερα ν’ ασπρίσεις να γεράσεις,
ν’ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι,
σαν τ’ αηδονάκι που λαλεί, το Μάη, το καλοκαίρι.
Κυρά μου, τον γιόκα σου, κυρά μ’, τον ακριβό σου,
τον έλουζες, τον χτένιζες, στο δάσκαλο τον πάϊνες,
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,
με τέσσαρα βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα.
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραμματευτής τη θέλει,
κι ο δάσκαλος απ’ το σκολειό γυρεύοντάς την στέλνει.
Πηγή: kalanta.gr