Πόσες φορές σου φώναξαν οι αδικοχαμένοι νεκροί πώς αυτή η χώρα έχει μετατραπεί σε σφαγείο για το χατίρι μιας μπάλας; Σου το φώναξε ο 22χρονος Μιχάλης Φιλόπουλος στην Παιανία το 2007.
Δεν τον άκουσες. Σου το φώναξαν από την Κρήτη ο 21χρονος Γιάννης Ρουσάκης το 2011 και ο 46χρονος Κώστας Κατσούλης το 2014. Δεν έφτασαν στα αυτιά σου οι φωνές τους.
Σου το φώναξε ο 24χρονος Κύπριος Νάσος Κωνσταντίνου, το 2017. Δεν άκουσες. Σου το ούρλιαξε λέγοντας «μη με χτυπάτε άλλο, βοήθεια», ο 19χρονος Άλκης Καμπανός, μόλις πέρυσι. Έκλεισες πάλι τα αυτιά σου. Τώρα ακούσαμε την κραυγή του Μιχάλη που ξεψύχησε μέσα στην αντάρα ενός ραντεβού θανάτου. Πάλι δεν ακούς;
Η ερώτηση απευθύνεται προς εσένα, προς εμένα, προς την Πολιτεία, προς όλους μας. Εδώ βρίσκει απόλυτη εφαρμογή ο λόγος του Χριστού: «άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους». Απονεκρώθηκαν οι αξίες μας και εισπράττουμε το τίμημα. Θερίζουμε τον «πολιτισμό» που σπείραμε. Μια πνευματικά νεκρή κοινωνία, παράγει όλο και περισσότερο θάνατο. Τον εισάγει και τον εξάγει. Τον προσκαλεί από άλλες χώρες και τον μεταδίδει παντού.
Για το γόητρο μιας φανέλας, για την υπηρέτηση ενός αρρωστημένου πάθους και τη λατρεία μιας στρογγυλής «θεάς», σφάζονται νέα παιδιά για να εξευμενιστεί το θηρίο της αχόρταγης ικανοποίησης. Επιχειρηματικά αλισβερίσια, νοσηρές ιδεολογίες, πολιτικές σκοπιμότητες, τυφλός οπαδισμός, όλα μαζί περιπλέκονται και συνθέτουν ένα κοινωνικό καρκίνωμα με μεταστάσεις σε όλη την Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη, σε όλον τον κόσμο.
Ακόμα και σε περίοδο ειρήνης, φροντίσαμε να φέρουμε τον πόλεμο στις γειτονιές μας. Δεχόμαστε επιδρομές από αλλοεθνείς και ντόπιους δολοφόνους. Κι όμως εξακολουθούμε να δηλώνουμε σκλάβοι του επαγγελματικού αθλητισμού.
Ονομάζουμε «γιορτές» του αθλητισμού, τα αθλητικά events ενός συστήματος που κυριαρχούν οι αυτοκρατορίες των βαρόνων και τα φυτώρια των δολοφόνων, επειδή μας τάζουν για το τέλος της σεζόν ένα αστραφτερό μέταλλο σε μορφή Κυπέλλου. Μνημείο για την εγωμανία μας, με ετήσια ανανέωση ή έστω ελπίδα ανανέωσης.
Σε εμένα το λέω, σε εσένα το λέω, σε όλους μας το λέω.
Ας μην κρύβουμε τη νοσηρή νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας, πίσω από τις κροατικές σβάστικες. Το μίσος μας έχει «αδελφοποιήσει». Η μανία καταστροφής μας «ενώνει». Παράγουμε τα ίδια τέρατα. Εξάγουμε τον ίδιο θάνατο. Δεν χρειάζονταν 150 Κροάτες χούλιγκαν για να μας διδάξουν την οπαδική δολοφονία. Τα καταφέρνουμε μια χαρά και μόνοι μας, τόσα χρόνια. Έχουμε δολοφονίες «σεναριακού επιπέδου», και το αδερφικό αίμα δεν στεγνώνει ποτέ.
Άραγε συλλογιστήκαμε καλά αυτό που έγινε στη Νέα Φιλαδέλφεια; Δεν είναι μόνο η ανυπαρξία του κράτους και η αδράνεια των Αρχών. Αυτό είναι το ένα μεγάλο ζήτημα. Το άλλο είναι ότι έχουμε φτάσει σε σημείο κοινωνικής σήψης, ώστε να προσκαλούμε ξένους για να μας βοηθήσουν να σφάξουμε συμπατριώτες μας. Το καταλαβαίνουμε αυτό; Συνειδητοποιούμε σε τι ύψη διαστροφής έχουμε φτάσει;
Είχαμε «εμφύλιο» χάριν των ομάδων, και τώρα έχουμε και «εμφύλιο» δι’ αντιπροσώπων. Βρίσκουμε περισσότερα κοινά να μας ενώνουν με έναν «αδελφοποιημένο» μαχαιροβγάλτη από την Κροατία, παρά με τον συμπατριώτη μας που φοράει μια κίτρινη, κόκκινη, πράσινη ή ασπρόμαυρη φανέλα.
Ξέρεις, η βία δεν περιορίζεται στην αφαίρεση ζωής. Είναι μια αλυσίδα βημάτων που οδηγεί τον άνθρωπο στο δολοφονικό ξέσπασμα. Πριν σκοτώσεις τον συνάνθρωπό σου, τον είχες χτυπήσει. Πριν τον χτυπήσεις, τον είχες βρίσει. Πριν τον βρίσεις, τον είχες υποβιβάσει στα μάτια σου.
Πριν τον υποβιβάσεις στα μάτια σου, είχες πιστέψει πως είσαι ανώτερος από αυτόν λόγω επιλογής ομάδας, ιδεολογίας, άποψης κλπ. Πριν πιστέψεις ότι είσαι ανώτερος, έψαχνες κάτι να κάνεις το «κομμάτι» σου, γιατί δεν βρήκες καμία αξία να γεμίζει τη δίψα σου για κοσμική αναγνώριση.
Αναγνωρίζουμε τη συνενοχή μας μέσα σε όλα αυτά;
Φωνάζουμε για ανύπαρκτο κράτος – Πότε ήταν… υπαρκτό;
Δίκαιες οι φωνές για απόδοση ευθυνών, άλλα εμείς ως κοινωνία τί έχουμε να απαντήσουμε στην οικογένεια του Μιχάλη ή στην οικογένεια του Άλκη; Ποιος θρέφει το τέρας της οπαδικής βίας τόσα χρόνια; Ποιος εκλέγει αυτούς που αναλαμβάνουν να το συντηρούν και να το νταντεύουν;
Ακούγεται έντονα ότι μετά από αυτή τη φονική επίθεση, ετοιμάζονται να ανοίξουν οπαδικές βεντέτες με τη συμμετοχή ξένων και ελληνικών ομάδων. Ακόμα και αν είχαμε έναν αστυνομικό να τρέχει πίσω από κάθε θερμοκέφαλο οπαδό, έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα κλείσει αυτός ο κύκλος αίματος χωρίς να αλλάξει η παιδεία μας και η νοοτροπία μας;
Ναι, το κράτος ήταν άφαντο (και) σε αυτήν την υπόθεση. Άφησε έναν ολόκληρο στρατό από νεοναζί χούλιγκανς να διασχίσουν τη μισή Ελλάδα. Άφησε τους πολίτες απροστάτευτους. Όμως γιατί πέφτουμε από τα σύννεφα; Νομίζαμε ότι έχουμε κράτος που αντιλαμβάνεται συνταγματική ευθύνη να προστατεύει τους πολίτες;
Ποιο κράτος προστάτεψε τους Έλληνες στον καιρό της πανδημίας, όταν τους εξανάγκαζε σε εμβολιασμούς με πειραματικά σκευάσματα που αποδεικνύονται φονικά, χάριν των σκοτεινών συμφωνιών με τις φαρμακευτικές;
Ποιο κράτος προστατεύει τους Έλληνες από τις πυρκαγιές και τις ορέξεις των εμπρηστών, όπου η χώρα αφήνεται ανοχύρωτη να κατακαίγεται και οι περιουσίες να καταστρέφονται;
Ποιο κράτος προστατεύει τους Έλληνες στον Έβρο και στα ακριτικά νησιά, όπου αφήνεται ανεξέλεγκτη η λαθρομετανάστευση να καταστρέφει τοπικές κοινωνίες και οι διακινητές κάνουν διαδρομές θανάτου στην Εγνατία οδό;
Ποιο κράτος προστατεύει τους πολίτες που χάνουν τα σπίτια τους και πετιούνται στον δρόμο, χάριν της ευημερίας των funds και των τραπεζών;
Για όλα αυτά είδαμε αυξημένη αστυνόμευση και δρακόντεια μέτρα, ώστε να επιβληθούν στον Έλληνα. Για την επιδρομή μιας συμμορίας αλλοδαπών που ξεκίνησε από την άλλη άκρη των Βαλκανίων για να έρθει στην Αθήνα και να σκοτώσει, το κράτος δεν έκανε τίποτα, και ας γνώριζε τα πάντα. Και για τους ντόπιους μαχαιροβγάλτες το κράτος δεν κάνει τίποτα, και ας γνωρίζει ποιοι τους στρατολογούν.
Και η εξήγηση είναι απλή. Δεν υπάρχει κράτος. Υπάρχει μια ανώνυμη εταιρεία που προσποιείται το κράτος και κυβερνά τη χώρα με προσχηματική «δημοκρατία». Και δεν υπάρχει κράτος, διότι δεν υπάρχει υγιής κοινωνία για να το απαιτήσει και να το ελέγξει.
Είμαστε κατακερματισμένοι και απορροφημένοι από τις ιδιωτικές «Σειρήνες» μας, που άλλοτε μας τραγουδάνε οπαδικά συνθήματα, άλλοτε ιδεολογικά μανιφέστα, άλλοτε καταναλωτικά σλόγκαν, άλλοτε δικαιωματιστικά φληναφήματα και πάει λέγοντας. Και η φασαρία από αυτά τα «τραγούδια» που μας υπνωτίζουν, δεν αφήνουν να φτάσουν στα αυτιά μας τα καλέσματα για βοήθεια. Του Μιχάλη, του Άλκη και όλων των άλλων παιδιών…
Ελευθέριος Ανδρώνης
Πηγή: sportime.gr