Loading...
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. β΄ 1-12)
4 Μαρ­τίου

Τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς δι­δά­σκει ἀ­φε­νὸς τὴ δύ­ναμη τῆς πί­στης πρὸς τὴ θε­ό­τητα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­φε­τέ­ρου τὴν προ­θυ­μία καὶ τὸν ζῆλο τῶν κα­τοί­κων τῆς Κα­περ­να­ούμ, ὥ­στε νὰ ἀ­κού­σουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἐνῷ ὁ Χρι­στός, εὑ­ρι­σκό­με­νος μέσα σὲ ἕνα σπίτι, δί­δα­σκε τὸ πλῆ­θος ποὺ εἶχε μα­ζευ­τεῖ, προ­σέγ­γι­σαν τὸν χῶρο κά­ποιοι ἄν­θρω­ποι, οἱ ὁ­ποῖοι με­τέ­φε­ραν ἕνα πα­ρά­λυτο. Ἐξ αἰ­τίας τοῦ πλή­θους, ὅ­μως, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ προσεγ­γί­σουν τὸν Κύ­ριο, γι’ αὐτὸ καὶ βρῆ­καν ἕνα πρω­τό­τυπο τρόπο νὰ τὸν πλη­σι­ά­σουν· ἄ­νοι­ξαν τρύπα στὴ στέγη τοῦ σπι­τιοῦ καὶ ἀπὸ ἐ­κεῖ κα­τέ­βα­σαν τὸ κρεβ­βάτι στὸ ὁ­ποῖο βρι­σκό­ταν ὁ πα­ρά­λυ­τος. Βλέ­πον­τας ὁ Χρι­στὸς τὴ με­γάλη πί­στη καὶ τὴν προ­θυ­μία τοῦ πα­ρα­λύ­του καὶ τῶν συ­νο­δῶν του, τοὺς προ­σέ­φερε τὸ ζη­τού­μενο, λέ­γον­τας: «Τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τίαι σου».

Ἔτσι ὁ πα­ρά­λυ­τος τῆς Κα­περ­να­οὺμ γεύ­ε­ται τὴν ἀ­νε­κτί­μητη δω­ρεὰ τοῦ Θεοῦ˙χάρη στὴ με­γάλη του πί­στη ἕλ­κυσε τὸ ἔ­λεος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀπαλ­λά­χθηκε τόσο ἀπὸ τὴ σω­μα­τικὴ ἀ­σθέ­νεια ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ με­γάλο βά­ρος τῆς ἁ­μαρ­τίας. Εἶ­ναι ὄν­τως γε­γο­νὸς ὅτι πολ­λὲς φο­ρὲς ἡ ἁ­μαρ­τία ἔ­χει ἄμεσο ἀν­τί­κτυπο καὶ στὴ σω­μα­τική μας ὑ­γεία. Γι’᾿αὐτὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς συγ­χω­ρεῖ καὶ θε­ρα­πεύει κατ’ ἀρ­χὰς τὸ αἴ­τιο, δη­λαδὴ τὴν ἁ­μαρ­τία, ὥ­στε νὰ φτά­σει στὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, τὴ σω­μα­τικὴ ἴ­αση τοῦ πα­ρα­λύ­του.

Κά­ποιοι ἀπὸ τοὺς ἐ­κεῖ πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους γραμ­μα­τεῖς ἀν­τέ­δρα­σαν καὶ θε­ώ­ρη­σαν τὸν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ: «Τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τίαι σου» ὡς μέγα σκάν­δαλο. Αὐ­τοί -πολὺ σω­στὰ βέ­βαια- πί­στευαν ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τίες. Ὡς γνῶ­στες τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ Νό­μου γνώ­ρι­ζαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅ­πως κατὰ πρῶ­τον τὸν εἶχε δι­α­κη­ρύ­ξει ὁ Ἠ­σα­ΐας: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἐ­ξα­λεί­φων τὰς ἀ­νο­μίας σου ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ» καὶ ἔ­πειτα ὁ Μι­χαίας: «Ὁ Θεὸς ἐ­πι­στρέ­ψει καὶ οἰ­κτει­ρή­σει ἡ­μᾶς, κα­τα­δύ­σει τὰς ἀ­δι­κίας ἡ­μῶν καὶ ἀ­πορ­ρι­φή­σον­ται εἰς τὰ βάθη τῆς θα­λάσ­σης, πά­σας τὰς ἁ­μαρ­τίας ἡ­μῶν».

Τὸ σφάλμα τῶν γραμ­μα­τέων ἐν­το­πί­ζε­ται στὸ ὅτι γνώ­ρι­ζαν μὲν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σουν τὴν ἐκ­πλή­ρωσή του στὸ πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀρ­νοῦν­ταν τὴ θε­ό­τητα τοῦ Χριστοῦ. Συ­νε­πῶς κάθε Του ἐ­νέρ­γεια, ἀ­πο­τε­λοῦσε σκάν­δαλο γι’᾿αὐ­τούς. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος ποὺ ἡ Ἐκ­κλη­σία μας πολὺ σοφὰ ὅ­ρισε γιὰ τὴ ση­με­ρινὴ ἡ­μέρα, ὡς ἀ­πο­στο­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­πό­σπα­σμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑ­βραί­ους Ἐπι­στολὴ τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Σὲ αὐτὸ το­νί­ζε­ται ἡ ἀ­νω­τε­ρό­τητα τοῦ Χρι­στοῦ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἡ θε­ό­τητά Του.

Τὸ ἄλλο οὐ­σι­α­στικὸ στοι­χεῖο, τὸ ὁ­ποῖο προ­κύ­πτει ἀπὸ τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­φορᾶ στὴν προ­θυ­μία τῶν ἀν­θρώ­πων νὰ ἀ­κού­σουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’᾿αὐτὸ εἶχε μα­ζευ­τεῖ τόσο πλῆ­θος στὸ σπίτι ποὺ βρι­σκό­ταν ὁ Κύ­ριος. Ὁ ζῆ­λος ἐ­κεί­νων τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­πο­τε­λεῖ δι­α­χρο­νικὸ παρά­δει­γμα πρὸς ὅ­λους μας, ὥ­στε καὶ ἐ­μεῖς νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουμε νὰ ἀ­κού­ουμε καὶ νὰ με­λε­τοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Κα­νεὶς ἂς μὴν ἰ­σχυ­ρι­στεῖ ὅτι γνω­ρί­ζει τὴν Ἁ­γία Γραφή. Ὅ­σες φο­ρὲς καὶ νὰ τὰ ἄ­κουσε καὶ ὅ­σες φο­ρὲς νὰ τὰ ἔ­χει δι­α­βά­σει, πάλι θὰ βρί­σκε­ται μακριὰ ἀπὸ τὴν πλήρη κα­τα­νό­ηση τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀ­παι­τεῖ­ται ἡ ἐκ μέ­ρους μας προ­σε­κτικὴ ἀ­κρό­αση τοῦ κη­ρύ­γμα­τος στοὺς Να­οὺς ἀλλὰ καὶ ἡ με­λέτη τόσο τῆς Ἁ­γίας Γρα­φῆς ὅσο καὶ δι­α­φό­ρων ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κῶν βι­βλίων. Ἂς μὴ ξε­χνᾶμε ὅτι ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας, κα­θὼς καὶ οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς, δὲν ἔ­παυαν ἀπὸ τοῦ νὰ με­λε­τοῦν καὶ νὰ ἐμ­βα­θύ­νουν, ἡ­μέρα καὶ νύ­κτα, στὴν Ἁ­γία Γραφή. Πα­ρόλα αὐτὰ δὲν ἰ­σχυ­ρί­ζον­ταν ὅτι γνώ­ρι­ζαν τὰ πάντα καὶ ἀντ’ αὐ­τοῦ δι­α­κή­ρυσ­σαν τὴν ἄ­γνοιά τους.

Πολὺ πε­ρισ­σό­τερο ἐ­μεῖς ὀ­φεί­λουμε νὰ με­λε­τοῦμε συ­νε­χῶς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο, δι­ότι ὄν­τως τὸν ἔ­χουμε ἀ­νάγκη. Κα­μμία ἄλλη γνώση δὲν μᾶς εἶ­ναι τόσο ἀ­πα­ραί­τητη. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶ­ναι σχε­τικὰ καὶ ὑ­πο­κεί­μενα στὸ λά­θος καὶ στὴ δι­ά­ψευση, ἐνῷ ὁ λό­γος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀ­λή­θεια ποὺ αὐτὸς κρύ­βει ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ὁδό, γιὰ νὰ γνω­ρί­σουμε καὶ νὰ κοι­νω­νή­σουμε ἀ­λη­θινὰ μὲ τὸν Χρι­στό. Γέ­νοιτο.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (Μρκ. η΄ 34-θ΄1)
11 Μαρ­τίου

 

Κυ­ρι­ακὴ τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σεως σή­μερα, προ­σκυ­νοῦμε τὸν Τί­μιο Σταυρό, ἐ­πάνω στὸν ὁ­ποῖο καρ­φώ­θηκε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὴ σω­τη­ρία μας. Ὁ Σταυ­ρὸς ὅ­μως δὲν μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει μόνο πόσο μᾶς ἀ­γά­πησε ὁ Θεός,· μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει καὶ ποιὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θινὴ χρι­στι­α­νικὴ ζωή, ποιὰ εἶ­ναι ἡ σταυ­ρικὴ ζωή, ποὺ κα­λεῖ­ται νὰ ζή­σει κάθε συ­νει­δη­τὸς πι­στός, γιὰ νὰ σω­θεῖ. Γι’ αὐτὸ θὰ ἀ­να­φερ­θοῦμε στὴ συ­νέ­χεια στὰ βα­σικὰ γνω­ρί­σματά της, αὐτὰ ποὺ ἀ­να­φέ­ρει ὁ Κύ­ριος στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, καὶ στὸ πῶς θὰ κατορ­θώ­σουμε νὰ ζή­σουμε τὴ ζωὴ τοῦ σταυ­ροῦ.

Πρῶτο γνώ­ρι­σμα τῆς σταυ­ρι­κῆς ζωῆς εἶ­ναι τὸ ἴ­διο τὸ προ­σκλη­τή­ριο τοῦ Κυ­ρίου: « Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πίσω μου ἀ­κο­λου­θεῖν…». Ἐ­κεῖ­νος ποὺ θέ­λει νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς μα­θη­τής μου… τί πρέ­πει νὰ κά­νει; «Ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τόν», λέει πρῶτα-πρῶτα ὁ Κύ­ριος.

Ἂς ἀρ­νη­θεῖ τὸν ἑ­αυτό του. Νὰ λη­σμο­νή­σει τὸ κακὸ πα­ρελ­θόν του καὶ νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸ ἀν­τί­θετο πρὸς τὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ θέ­λημά του. Ἡ σταυ­ρικὴ ζωὴ εἶ­ναι ζωὴ αὐ­τα­παρ­νή­σεως, ζωὴ ἀ­γῶ­νος ἐ­ναν­τίον τῆς ἁ­μαρ­τίας. Καὶ κατό­πιν συμ­πλη­ρώ­νει «Καὶ ἀ­ράτω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ»·· ὅ­ποιος θέ­λει νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ, ὀ­φεί­λει νὰ ση­κώ­σει τὸν σταυρό του. Σή­μερα ὅ­ταν λέμε «ση­κώνω τὸν σταυρό μου», ἐν­νο­οῦμε «κάνω ὑ­πο­μονὴ στὶς θλί­ψεις μου». Στὸ συγ­κε­κρι­μένο χω­ρίο ὅ­μως ἡ ση­μα­σία εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τική. Ὅ­ταν τὰ ἔ­λεγε αὐτὰ ὁ Κύ­ριος, ὁ σταυ­ρὸς δὲν εἶχε ἐ­ξα­γι­α­σθεῖ ἀ­κόμη ἀπὸ τὴ θυ­σία Του. Ἦ­ταν τὸ μέσο τῆς πιὸ σκλη­ρῆς θα­να­τι­κῆς ποι­νῆς. Τὸ ἄ­κου­σμα τῆς λέ­ξεως «σταυ­ρὸς» τότε γιὰ αὐ­τοὺς τοὺς λό­γους καὶ σή­μερα γιὰ ἄλ­λους προ­κα­λοῦσε φρίκη.

Ἡ φράση λοι­πὸν αὐτὴ ση­μαί­νει «νὰ ἀ­να­λά­βει κα­θέ­νας τὸν σταυρὸ πάνω στὸν ὁ­ποῖο θὰ τὸν καρ­φώ­σουν, σὰν νὰ ἔ­λεγε ὁ Κύ­ριος: «νὰ πά­ρει τὸ ξί­φος μὲ τὸ ὁ­ποῖο θὰ τὸν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν». Συ­νε­πῶς τὸ «ἀ­ράτω τὸν σταυρὸν αὐ­τοῦ» δη­λώ­νει τὸν βα­θμὸ τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σεως ποὺ ζητεῖ ὁ Κύριος,· δη­λαδὴ νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θοῦμε μὲ ἀ­πό­φαση θα­νά­του, ὡς μελ­λο­θά­να­τοι, προ­κει­μέ­νου νὰ μεί­νουμε πι­στοὶ στὸ θέ­λημά Του.

Συ­νε­πῶς ὁ Χρι­στι­α­νὸς ποὺ εἰ­λι­κρινὰ θέ­λει νὰ ζή­σει τὴ χρι­στιανικὴ ζωὴ παίρ­νει μιὰ ἀ­πό­φαση. Στὴ ζωή μου δὲν κάνω πλέον αὐτὸ ποὺ θέλω ἐγώ, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θέ­λει ὁ Θεός. Θὰ κάνω τὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι κι ἂν μοῦ κο­στί­σει, δι­ότι ὁ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος βίος εἶ­ναι ὁ βίος τῆς τε­λείας ὑ­πα­κοῆς στὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ, τῆς τε­λείας αὐ­τα­παρ­νή­σεως, τῆς ἄ­κρας τα­πει­νώ­σεως.

Θαυ­μά­ζουμε ἀ­σφα­λῶς τὸ πο­λί­τευμα τοῦ σταυ­ροῦ, ὅ­πως τὸ βλέ­πουμε μά­λι­στα στοὺς βί­ους τῶν Ἁ­γίων μᾶς συγ­κι­νεῖ, ἀλλὰ καὶ μᾶς φο­βί­ζει. Βλέπουμε τὸν ἑ­αυτό μας πολὺ ἀ­δύ­ναμο. Τί μπο­ρεῖ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει, ὥ­στε νὰ ζή­σουμε τὴ ζωὴ τοῦ σταυ­ροῦ;

Ὁ ἴ­διος ὁ Σταυ­ρὸς τοῦ Κυ­ρίου θὰ μᾶς ἐ­νι­σχύ­σει, ὥ­στε νὰ νι­κή­σουμε τὸν κακὸ ἑ­αυτό μας. Νὰ προ­σκυ­νοῦμε τὸν Σταυρό, νὰ φο­ρᾶμε Σταυρό, νὰ κά­νουμε συ­χνὰ καὶ μὲ εὐ­λά­βεια τὸ ση­μεῖο τοῦ Σταυ­ροῦ. Θὰ ζή­σουμε τὴ σταυ­ρικὴ ζωὴ μὲ τὴ δύ­ναμη τοῦ Σταυ­ροῦ.

Οἱ ἅ­γιοι θε­ο­φώ­τι­στοι Πα­τέ­ρες, οἱ τόσο αὐ­στη­ροὶ στὴν προ­σω­πική τους ἄ­σκηση, ὁ­μι­λοῦν μὲ πολλὴ συμ­πά­θεια καὶ κα­τα­νό­ηση στὴν ἀ­δυ­να­μία τοῦ πι­στοῦ. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς σὲ μιὰ ὁ­μι­λία του, ποὺ ἐκ­φώ­νησε σὰν σή­μερα, Κυ­ρι­ακὴ τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σεως, μᾶς δι­δά­σκει: «Σᾶς μί­λησα γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ σταυ­ροῦ. Κα­νεὶς ἂς μὴν ἀ­πελ­πι­στεῖ ἢ ἂς μὴ δυ­σφο­ρή­σει μὲ ὅσα ἄ­κουσε. Ἀλλ’ ἀ­φοῦ μά­θει πόσα ὀ­φεί­λει στὸ Δε­σπότη, ἂς Τοῦ προ­σφέ­ρει ὅ,τι μπο­ρεῖ μὲ με­τρι­ο­φρο­σύνη, ἡ ὁ­ποία θὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σει τὸ ὑστέ­ρημά του».

Δη­λαδὴ ἀ­νά­λογα μὲ τὶς μι­κρές μας δυ­νά­μεις νὰ κα­τα­βάλ­λουμε κάθε προ­σπά­θεια, νὰ δεί­χνουμε κάθε φι­λο­τι­μία καὶ ἐ­πι­μέ­λεια γιὰ τὴ σω­τη­ρία τῆς ψυ­χῆς μας. Νὰ προ­σφέ­ρουμε στὸν Κύ­ριό μας ὅ,τι πε­ρισ­σό­τερο μπο­ροῦμε. Δὲν μπο­ροῦμε νὰ ἀ­γω­νι­στοῦμε τόσο ἔν­τονα ὅσο οἱ Ἅ­γιοι; Μπο­ροῦμε ὅ­μως νὰ ἀ­γω­νι­στοῦμε νὰ καλ­λι­ερ­γή­σουμε τὸ ἴ­διο φρό­νημα ἀ­πο­λύ­τως ἀ­συμ­βί­βα­στοι μὲ τὴν ἁ­μαρ­τία. Ὁ Θεὸς καὶ ἐ­κεί­νους θὰ στε­φα­νώ­σει καὶ ἐ­μᾶς θὰ ἐ­λε­ή­σει.

Ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός, ποὺ ὑ­ψώ­νει σή­μερα ἡ Ἐκ­κλη­σία μας, δὲν εἶ­ναι μόνο σύμ­βολο αὐ­τα­παρ­νή­σεως, ἀλλὰ καὶ σύμ­βολο νί­κης καὶ πηγὴ Χά­ρι­τος καὶ δυ­νά­μεως. Ἂς μὴ στε­κό­μα­στε μόνο στὴν κα­κο­πά­θεια ποὺ δη­λώ­νει. Κυ­ρίως ἂς ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε ὅτι προ­σκυ­νών­τας τὸν Σταυρὸ καὶ συ­σταυ­ρού­με­νοι κα­θη­με­ρινὰ μὲ τὸν Χρι­στό, λαμ­βά­νουμε πολλὴ τή Χάρη του, κα­ται­σχύ­νουμε τοὺς δαί­μο­νες, κερ­δί­ζουμε τὴν αἰ­ω­νι­ό­τητα. Ὁ δρό­μος πρὸς τὸν Γολ­γοθᾶ εἶ­ναι ὁ μό­νος δρό­μος πρὸς τὴν Ἀ­νά­σταση.

Νὰ εὐ­χη­θοῦμε νὰ ζή­σουμε τὴ σταυ­ρικὴ ζωὴ μὲ ὅσο τὸ δυ­να­τὸν με­γα­λύ­τερη συ­νέ­πεια, ὥ­στε νὰ γευ­θοῦμε καὶ τὴν ἀ­νέκ­φρα­στη χαρὰ τῆς Ἀ­να­στά­σεως. Ἀμήν.




ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. θ΄ 17-31)
18 Μαρ­τίου

 

Ἕνα δυ­στυ­χι­σμένο παιδὶ στέ­κει αἰ­χμά­λωτο μιᾶς σκλη­ρῆς κυ­ρι­αρ­χίας. Τῆς ἐ­ξου­σίας τοῦ δι­α­βό­λου. Ψυ­χικὰ κὰι σω­μα­τικὰ τὸ ἔ­χει τσα­κί­σει. Ὅ­σοι βρί­σκον­ται γύρω του καὶ πα­ρα­κο­λουθοῦν τὴν τρα­γω­δία, ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται ἀνί­κα­νοι νὰ τὸ βο­η­θή­σουν. Μὲ τὴν ἀ­πι­στία τους ὀρ­θώ­νον­ται ἐμ­πό­δια στὴ λύ­τρωσή του. Σ’ αὐτὸ τὸ δύ­σπι­στο κό­σμο ἀ­νή­κουν ὄχι μόνο οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ, οἱ γραμ­μα­τεῖς καὶ οἱ φα­ρι­σαῖοι, ἀλλ’ ἀ­κόμη καὶ οἱ μα­θη­τές Του καὶ οἱ ἀ­μέ­σως ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νοι γιὰ τὸ βα­σα­νι­σμένο παιδί, ὅ­πως ὁ πα­τέ­ρας του. Τὴ δι­ά­χυτη δυ­σπι­στία στὴν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τητα τῆς δυ­νά­μεως τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­ναντι τοῦ δαι­μο­νι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου ἐκ­φρά­ζει πα­ρα­στα­τικὰ ὁ δι­ά­λο­γος μὲ τὸν πα­τέρα τοῦ παι­διοῦ.

«Πό­σος και­ρὸς εἶ­ναι ἀπὸ τότε ποὺ τοῦ συ­νέβη αὐτό;» ρω­τάει ὁ Ἰ­η­σοῦς, κα­θὼς τὸ παιδὶ κυ­λι­ό­ταν κάτω καὶ ἄ­φριζε, ἐ­ξου­θε­νω­μένο ἀπὸ τὸ δαί­μονα. «Ἀπό τὰ παι­δικά του χρό­νια», ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τηση. «Πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ στὴ φω­τιὰ τὸν ἔ­στειλε καὶ στὰ νερά, γιὰ νὰ τὸν ἐ­ξο­λο­θρεύ­σει. Ἀλλὰ ἂν μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις κάτι, βο­ή­θησέ μας, σπλαγ­χνί­σου μας.» Μαζί μέ τήν ἀ­πό­γνωση πού τυ­ραν­νοῦσε τήν καρ­διά του, ἡ ἀμ­φι­βο­λία τήν δάγ­κωνε καί τήν μά­τωνε.

Ἡ σκιὰ τῆς ἀμ­φι­βο­λίας δὲν ἔ­παψε νὰ πέ­φτει βα­ρειὰ στὴ σκέψη καὶ τὴν καρ­διὰ τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ ἀμ­φι­βο­λία ὅ­μως σκο­τί­ζει τήν σκέψη, τῆς κλεί­νει τόν ὁ­ρί­ζοντα, νε­κρώ­νει τήν ἐλ­πίδα καὶ τήν τυ­λί­γει στό σκο­τάδι.

Τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ὑ­πέρ­βαση τὸ ὑ­πο­δει­κνύει ὁ Κύ­ριος. Τὸ δεύ­τερο τὸ κα­θο­ρί­ζει ἡ συμ­πε­ρι­φορὰ τοῦ πα­τέρα. Ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς εἶπε· ‘Τὸ θέμα δὲν εἶ­ναι ἂν ἐγὼ μπορῶ νὰ θε­ρα­πεύσω τὸ παιδί σου, ἀλλά ἂν ἐσὺ μπο­ρεῖς νὰ πι­στέ­ψεις. Σ’ αὐτὴ τὴν κα­τεύ­θυνση ἀ­να­ζή­τησε τὴ λύση τοῦ δρά­μα­τός σου. Στὴν καρ­διά σου. Ἐ­κεῖ βρί­σκε­ται τὸ ἐμ­πό­διο’.

Ἀ­δελ­φοί μου,

μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σαφῆ δι­ευ­κρί­νιση τοῦ Κυ­ρίου τὸ κλειδὶ γιὰ ν’ ἀ­νοί­ξουν οἱ βα­ρειὰ κλει­σμέ­νες πόρ­τες, μὴν τὸ ζη­τᾶμε ἀλ­λοῦ. Ἐ­μεῖς τὸ ἔ­χουμε. Τὸ πε­τά­ξαμε στὴ σκο­τεινὴ γω­νιὰ τῶν δι­στα­γμῶν καὶ τῆς ἀμ­φι­βο­λίας μας. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ πρέ­πει τὸ συν­το­μό­τερο νὰ τὸ ἀ­να­σύ­ρουμε. Τὸ κλειδὶ αὐτὸ εἶναι ἡ συ­νει­δητή ἐμ­πι­στο­σύνη ἡ δική μας, ὡς προ­σω­πικὴ πί­στη στὴν παν­το­δυ­να­μία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ πρέ­πει νὰ ἰ­σχυ­ρο­ποι­η­θεῖ καὶ νὰ πά­ρει στὴ ζωή μας τὴν κεν­τρικὴ θέση ποὺ τῆς ἁρ­μό­ζει. Ἡ καρ­διὰ τοῦ πα­τέρα τα­ρά­ζε­ται, κα­θώς συ­ναι­σθά­νε­ται ὅτι ὁ ἴ­διος στέ­κει μέ τήν ἀ­πι­στία του ἐμ­πό­διο στή θερα­πεία τοῦ παι­διοῦ του καί μέ μιά ὕ­στατη προ­σπά­θεια ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀπό τά δε­σμά τῆς δυ­σπι­στίας, φω­νά­ζον­τας «Πι­στεύω Κύ­ριε, βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στίᾳ».

Λοι­πόν, ἀ­κόμη κι ὅ­ταν νοι­ώ­θουμε πὼς οἱ ἀμ­φι­βο­λίες μᾶς πνί­γουν, κι ὅ­ταν ἀ­κόμη ἡ ψυχή μας δέν βρί­σκει τὴ δύ­ναμη οὔτε δυὸ λό­για προ­σευ­χῆς νὰ ψι­θυ­ρί­σει, νὰ μὴ τὰ χά­νουμε ἀ­κόμη καὶ τότε, δι­ότι Ἐ­κεῖ­νος καὶ τότε ἀκόμη μᾶς δέ­χε­ται. Μὲ ἁ­πλω­μένα τὰ χέ­ρια Του μᾶς πε­ρι­μέ­νει.

Ἄς στρέ­ψουμε τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας πρὸς Ἐ­κεῖ­νον κι αὐτὸ μο­νάχα νὰ Τοῦ ποῦμε: «Πι­στεύω, Κύ­ριε, βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στίᾳ».




ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Λκ. α΄ 24-38)
25 Μαρ­τίου

ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
 ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Με­γάλο καὶ θεῖο, ἀ­πόρ­ρητο καὶ ἀ­κα­τα­νό­ητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ στοὺς ἀρ­χαγ­γέ­λους εἶ­ναι τὸ γε­γο­νός, ὅτι ἡ φύση μας ἔ­γινε διὰ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ὁ­μό­θεος καὶ μᾶς χα­ρί­στηκε ἡ ἐ­πά­νο­δός μας στὸ κα­λύ­τερο. Αὐτὸ εἶ­ναι τὸ μυ­στή­ριο ποὺ πι­στεύ­ε­ται, ἀλλὰ δὲν γνω­ρί­ζε­ται. Εἶ­ναι ἀ­κα­τα­νό­ητο ὄχι μόνο στοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ στοὺς ἀρ­χαγ­γέ­λους. Ἀρ­χί­ζει ἀπὸ τὸ γε­γο­νὸς ποὺ γι­ορ­τά­ζε­ται σή­μερα.

Ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται στὴν Παρ­θένο τὴ σύλ­ληψη τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κείνη ἔκ­πλη­κτη ζή­τησε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁ­ποῖο αὐτὸ θὰ γι­νό­ταν καὶ εἶπε πρὸς αὐ­τὸν «πῶς θὰ μοῦ συμ­βεῖ αὐτὸ ἀ­φοῦ δὲν γνω­ρίζω ἄν­δρα;» καὶ τότε ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος κα­τέ­φυγε πρὸς τὸν Θεὸ λέ­γον­τας· «Πνεῦμα Ἅ­γιο θὰ ἔρ­θει σ’ ἐ­σένα καὶ δύ­να­μις Ὑ­ψί­στου θὰ σὲ ἐ­πι­σκι­ά­σει». Αὐτό ποὺ ὁ­μο­λο­γεῖ­ται ἀπὸ τὸν ἀρ­χάγ­γελο πρὸς τὴν Παρ­θένο ἐ­νέ­χει τὸ με­γα­λύ­τερο μυ­στή­ριο. Ὁ Σω­τή­ρας καὶ λυ­τρω­τὴς τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, θὰ γί­νει ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ σώ­σει τὸν ἄν­θρωπο.

Πα­ρα­βαί­νον­τας τὴν ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ κα­τε­βή­καμε μέ­χρι τὸν Ἅδη καὶ πολλὰ δεινὰ μᾶς βρῆ­καν δι­α­δο­χικά. Τὸ γέ­νος μας γεύ­τηκε τὴ λύπη καὶ ἡ ζωή μας ἔ­γινε γε­μάτη ὀ­δύνη. Ὁ Θεὸς ὅ­μως ποὺ μᾶς ἔ­πλασε μὲ εὐ­σπλαγ­χνία καὶ φι­λαν­θρω­πία ἔ­κλινε τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κα­τέ­βηκε γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ, παίρ­νον­τας ἀπὸ τὴν ἁ­γία Παρ­θένο τὴ φύση μας ποὺ τὴν ἀ­να­καί­νισε. Ὁ Θεὸς στέλ­νον­τας τὸν ἀρ­χάγ­γελο στὴν Παρ­θένο τὴν κά­νει μη­τέρα τοῦ Χρι­στοῦ μόνο μὲ τὴ προ­σφώ­νηση ποὺ ἀ­κούει σή­μερα. Ἄν ἡ σύλ­ληψη τοῦ Χρι­στοῦ θὰ ἦ­ταν ἀπὸ ἀν­θρώ­πινη ἐ­πέμ­βαση, ὁ Χρι­στὸς δὲν θὰ ἦ­ταν ὁ νέος ἄν­θρω­πος. Τώρα ἦρθε καὶ ἀπὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα, γί­νε­ται ἄν­θρω­πος καὶ σαρ­κώ­θηκε στὴ μή­τρα τῆς Παρ­θέ­νου μέ­νον­τας ἀ­ναλ­λοί­ω­τος Θεὸς καὶ τέ­λειος άν­θρω­πος.

Τὸ ὄ­νομα τῆς Παρ­θέ­νου ἦ­ταν Μα­ριάμ, ποὺ ἐρ­μη­νεύ­ε­ται Κυ­ρία. Ἐκείνη ἦ­ταν πρά­γματι παρ­θέ­νος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴ ψυχή. Εἶχε ὅ­λες τὶς αἰ­σθή­σεις τοῦ σώ­μα­τος ἐ­κτὸς ἀπὸ τὸν μο­λυ­σμό. Ἔ­χει γρα­φεῖ γιὰ Ἐ­κείνη ὅτι ἦ­ταν ἡ κλει­σμένη πύλη, ποὺ κα­νεὶς δὲν πρό­κει­ται νὰ πε­ρά­σει ἀπὸ αὐ­τὴν παρὰ μό­νον ὁ Χρι­στός. Ἡ Πα­να­γία εἶ­ναι Κυ­ρία καὶ μὲ ἕ­ναν ἄλλο τρόπο. Δε­σπό­ζει ὅ­λων, κα­θὼς εἶ­ναι ἐ­λεύ­θερη καὶ ρίζα τῆς ἐ­λευ­θε­ρίας τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων, καὶ γι’ αὐτὸ ἀ­κρι­βῶς ὁ ἄγ­γε­λος ἐμ­φα­νι­ζό­με­νος στὴν Παρ­θένο τῆς ἀ­πευ­θύ­νει τὸ «Χαῖρε Κε­χα­ρι­τω­μένη. Ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι μαζί σου, εἶ­σαι εὐ­λο­γη­μένη ἀ­νά­μεσα στὶς γυ­ναῖ­κες». Ἡ Παρ­θέ­νος φο­βή­θηκε μή­πως ὁ ἄγ­γε­λος εἶ­ναι κάποιος ἀ­πα­τη­λὸς καὶ δὲν δέ­χθηκε χω­ρὶς ἐ­ξέ­ταση τὸν χαι­ρε­τι­σμό. Τα­ρά­χθηκε καὶ ρώ­τησε πῶς εἶ­ναι δυ­νατὸ νὰ γί­νει αυτό. Ὁ ἀρ­χάγ­γε­λος ἀ­μέ­σως τῆς δι­έ­λυσε τὸν θε­ο­φιλῆ φόβο λέ­γον­τάς της· «Μὴ φο­βᾶ­σαι Μα­ρία, δι­ότι πέ­τυ­χες τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».

Ἡ Παρ­θέ­νος ρώ­τησε ὄχι ἀπὸ ἀ­πι­στία, ἀλλὰ ἐ­πειδὴ ζη­τοῦσε νὰ μά­θει πῶς ἦ­ταν δυ­νατὸ νὰ πρα­γμα­το­ποι­η­θεῖ αὐτὸ τὸ θαῦμα, γι’αυτὸ ἀ­κρι­βῶς μετὰ τὴν ἐ­ξή­γηση τοῦ ἀρ­χαγ­γέ­λου ἐ­κείνη τρέ­χει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρὸς αὐ­τόν.

Λέ­γει λοι­πὸν στὸν ἀρ­χάγ­γελο· «ἄν ὅ­πως λὲς ἔρ­θει σ’ ἐ­μένα τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα γιὰ νὰ μὲ κα­θα­ρί­σει πε­ρισ­σό­τερο καὶ νὰ μὲ δυ­να­μώ­σει νὰ δεχτῶ τὸ σω­τή­ριο ἔμ­βρυο, ἄν μὲ ἐ­πι­σκι­ά­σει ἡ δύ­ναμη τοῦ Ὑ­ψί­στου ποὺ θὰ μορ­φώ­σει μέσα μου ὡς ἄν­θρωπο αὐ­τὸν ποὺ εἶ­ναι Θεὸς καὶ Βα­σι­λεὺς αἰ­ώ­νιος, πι­στεύω ὅτι τί­ποτε δὲν εἶ­ναι ἀ­δύ­νατο γιὰ τὸν Θεό. Λοι­πόν, ἰ­δοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυ­ρίου, ἄς γί­νει σύμ­φωνα μὲ τὸ λόγο σου». Τότε ἔ­φυγε ἀπὸ ὲ­κεῖ ὁ ἄγ­γε­λος, ἀ­φοῦ ἄ­φησε στὴ γα­στέρα της τὸν Δη­μι­ουργὸ τοῦ κό­σμου ἑ­νω­μένο μὲ τὴν Παρ­θένο.

Μετά ἀπὸ αὐτὸ τὸ γε­γο­νὸς ἡ Πα­να­γία εἶ­ναι τὸ μο­να­δικὸ με­θό­ριο μεταξύ κτι­στῆς καὶ ἄ­κτι­στης φύ­σεως. Εἶ­ναι ἡ χώρα τοῦ Ἀ­χω­ρή­του. Αὐ­τὴν θὰ ὑ­μνή­σουν στὸ μέλ­λον μετὰ τὸ Θεὸ ὅ­λοι οἱ πι­στοί. Αὐτή εἶ­ναι ἡ αἰ­τία κάθε κα­λοῦ καὶ ἡ προ­στά­τις καὶ πρό­ξε­νος τῶν αὶ­ω­νίων ἀ­γα­θῶν. Εἶ­ναι ἡ ἀρχὴ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ τὸ ἐ­δραί­ωμα τῶν μαρ­τύ­ρων, εἶ­ναι ἡ δόξα τῆς γῆς καὶ ἡ τερ­πνό­τητα τῶν οὐ­ρα­νίων, εἶ­ναι τὸ στο­λίδι ὅ­λης τῆς κτί­σεως. Ἀπὸ αὐ­τὴν ἂς ἀ­πο­κτή­σουμε ἐλ­πίδα καὶ ἐ­μεῖς καὶ μὲ τὶς δι­κές της ἀ­δι­ά­κο­πες προ­σευ­χὲς γιὰ ὅ­λους μας ἄς ἔρ­θει ἡ δόξα καὶ ἡ χαρὰ Ἐ­κεί­νου ποὺ γεν­νή­θηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰ­ῶ­νες καὶ σαρ­κώ­θηκε ἀπὸ τὴν Πα­να­γία μας.

Στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ ἀ­νή­κει κάθε δόξα καὶ τιμὴ καὶ προ­σκύ­νηση στοὺς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀμήν.

© Copyright 2023 π. Αντώνιος Μπεζαΐτης, εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Στυλιανού Γκύζη Back To Top