3 Ἰουνίου 2018
«Μνήμη δικαίων μετ’ἐγκωμίων» σήμερα, ἀδελφοί μου, καὶ μὲ πολὺ σκέψη καὶ δυσκολία ἀποφασίζει κανεὶς νὰ μιλήσει στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας γιὰ τὴν ἁγιότητα, ἀφοῦ γιὰ τοὺς πολλοὺς ὁ χριστιανισμὸς ἔγινε μόνο μιὰ κοινωνικὴ δύναμη, ἡ Ἐκκλησία γνωρίζεται ὡς ἕνας θεσμὸς καὶ διοικητικὴ ὀργάνωση καὶ ἡ ζωή μας ἔμπρακτα ἀναποδογυρίζει καὶ ἀποδομεῖ τὶς ἀξίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἄλλοι κάποτε ἀνάλωσαν καὶ θυσίασαν ἀκόμα καὶ τὴ ζωή τους.
Ἡ ἁγιότητα ὡς στόχος καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔχουν οἱ καιροί μας νὰ ἀποκτήσουν ἁγίους δὲν μποροῦν νὰ γίνουν κατανοητά. Θὰ τὸ τολμήσουμε ὅμως σήμερα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς «πάντων τῶν Ἁγίων», οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν «κανόνες πίστεως» καί ζῶντας εὐαγγελικῶς στὸν κόσμο πέτυχαν τὴ θέωση καὶ τὴ μακαριότητα.
Ὁ Κύριος δὲν μιλᾶ γιὰ τὴ σωματικὴ δίψα ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους καὶ ἀσίγαστους πόθους τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Αὐτοὺς τοὺς πόθους τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «δίψα», γιὰ νὰ φανερώσει πόσο ἔντονοι εἶναι,· διότι ἡ δίψα εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔντονα αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρέπει σύντομα νὰ ἱκανοποιηθεῖ, γιὰ νὰ παραμείνει ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωή. Δὲν ἀντέχει χωρὶς νερὸ παρὰ ἐλάχιστες ἡμέρες.
Μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ ἡ Ἐκκλησία «τιμᾷ τοὺς προλαβόντας καὶ προτρέπει τοὺς παρόντας» γιὰ μίμηση τῶν ἁγίων, ἐπειδὴ οἱ ἅγιοι παρουσιάζονται ὡς ἐνδιάμεσοι τύποι γιὰ τὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διατηροῦν ἀνοιχτὸ τὸν δρόμο τῆς θεώσεως καὶ μαρτυροῦν γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν ὡς πρότυπα καὶ δεῖκτες ποὺ δὲν προβάλλουν τὸ δικό τους ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἀφανίζουν, γιὰ νὰ φανερωθεῖ μέσα τους ὁ Χριστός. Οἱ ἅγιοι ζοῦν στὸν κόσμο γιὰ τὸν Θεὸ καὶ διαμορφώνουν τὴν προσωπικότητά τους σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του·«ἅγιοι, γίνεσθε ὅτι Ἐγὼ ἅγιος εἰμί».
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Χριστιανοῦ, δεν εἶναι στατικὴ ἀλλὰ δυναμική. Δὲν εἶναι δουλικὴ ἀντιγραφὴ ἀλλὰ προσωπικὴ δημιουργία. Κάθε προσωπική, θετικὴ δημιουργία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἀντιγραφή. Ἀντιγράφοντας λοιπὸν τοὺς ἁγίους μας βρίσκουμε «τὸ ἴδιον μέγεθος», ἐπανερχόμαστε στὴν κατὰ φύση ζωὴ καὶ μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἑορτή, ποὺ ἀποτελεῖ σπουδαία πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ δύναμη, διασώζουμε τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία καὶ ταυτότητά μας, στοιχεῖα ποὺ μᾶς διαφοροποιοῦν πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ μέσα στὴν οἰκογένεια τῶν ἐθνῶν.
Κάθε ἑορτὴ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας ἐκπέμπει ἐπίκαιρο μήνυμα, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ τοῦ «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τοῦ Αὐτοῦ». Γι’᾿αὐτὸ καὶ μὲ τὴ φράση «πάλιν καὶ πολλάκις» τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μυσταγωγεῖται ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀνάδειξη καὶ προβολὴ τῶν ἁγίων της. Μέσα ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ κάθε ἁγίου ἀποδεικνύεται πόσο θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεός, ὅταν «ἐγείρῃ ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψοῖ πένητα» καὶ ὅτι «οὔκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία». Κέντρο λοιπὸν τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων καὶ τῆς κάθε ἑορτῆς τους εἶναι ὁ «φανερωθεὶς ἐν σαρκὶ Θεὸς» καὶ αὐτοὶ μαρτυροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι κάποια νεκρὴ φυσιογνωμία τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ». Οἱ ἅγιοι ξεπηδοῦν σὰν «τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα», διασχίζουν τοὺς αἰῶνες, δροσίζουν, ποτίζουν καὶ ξεδιψοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφραίνουν γῆ καὶ οὐρανό. Ἑορτὴ ἁγίων καὶ μίμηση ἁγίων σημαίνει τιμὴ ἁγίων καὶ ἀκόμα ὅτι ἡ πνευματικὴ προκοπή μας, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, πραγματοποιεῖται στὸ μέτρο ποὺ ἐνεργοποιοῦμε τὴν ἔνταξή μας σ’᾿ Αὐτόν. Μίμηση τῶν ἁγίων μας δὲν σημαίνει ἁπλῶς ἐπιστροφὴ στὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς παρουσίας ἐκείνων οὔτε μεταφορά τους ὡς ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον ἀλλὰ ἀποδοχὴ τῆς παρουσίας τους ὡς μελῶν τοῦ ἑνιαίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποποίηση, ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν πολύτροπη ἁμαρτία. Οἱ χριστιανικὲς ἑορτὲς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ γεφύρια ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸ χθὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὅσοι ἀπὸ μᾶς λησμονοῦμε καὶ δεν τὸ ἀξιοποιοῦμε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στεριώσουμε τὰ γεφύρια ποὺ θὰ μᾶς ὁδοιπορήσουν στὸ μακάριο αὔριο.
Ἡ σημερινὴ ἑορτή «πάντων τῶν Ἁγίων» ἂς γίνει ἀφετηρία πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ καὶ ἡρωϊκῶν ἀποφάσεων. Ἂς προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ ἀναδει- χθοῦμε καὶ ἐμεῖς, μὲ τὶς ἱκεσίες τους, μιμητές τους «κατὰ τὸν καλέσαντα ἡμᾶς ἅγιον» καὶ νὰ γίνουμε «τέλειοι ὥσπερ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», διότι μόνον τότε δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἀπὸ᾿τοὺς ἀνθρώπους καὶ μεταβάλονται οἱ ἑορτές τῶν ἁγίων σὲ φάρους ποὺ φωτίζουν καὶ λεωφόρους θεώσεως ποὺ δείχνουν τὸν Θεό.
10 Ἰουνίου 2018
Ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς παρουσιάζει τὴ σκηνὴ ποὺ Χριστὸς ἀναζητεῖ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητές Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλὸ. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι, ἀληθινοί, ἀνεπιτήδευτοι καὶ ὁπωσδήποτε μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.
Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴν ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μιὰ ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ «οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς».
Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει μὲ ἄλλους.
Μέσα ὅμως στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατὶ ἆραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη προθυμίας καὶ ὑπακοῆς. Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του.
Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα καθαρὰ προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι φιλοσοφία οὔτε ἀκατανόητη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν μεταποιοῦμε ἀνούσια ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του, ποὺ σκέπτονται τὸν θερισμό, ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴν Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.
«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀποδεσμεύεται ἀπὸ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιότητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν. Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη, ἐπειδὴ εἴμαστε αἰχμάλωτοι περιστάσεων καὶ συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ’ αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωὴ, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτήν.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.
17 Ἰουνίου 2018
Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχει ὡς κεντρικὸ θέμα τὴν ἀγωνιώδη μέριμνα τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ ζωή, ἔναντι τῆς ὁποίας ὑπογραμμίζει τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εὔλογα ὅμως ἀκούγοντας αὐτά, θὰ διερωτηθεῖ κανεὶς μήπως ἔτσι καταδικάζεται ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ φροντίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του. Θὰ ἦταν αὐτονόητα παρανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἡ φροντίδα γιὰ τὴ ζωὴ δὲν ἀπορρέει μόνο ἀπὸ τὴ στοιχειώδη λογική, ἀλλ’ ἀποτελεῖ καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἔχει μεταβάλει αὐτὴ τὴ φροντίδα ἀπὸ μέσο διατήρησης τῆς ζωῆς σὲ σκοπὸ καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς λέει: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ» (Μτθ. 6,24). Ὁ Θεὸς κι ὁ μαμωνᾶς δὲν εἶναι δύο ἰσότιμα καὶ ἰσοδύναμα μέρη. Διαφέρουν ριζικὰ καὶ οὐσιαστικά. Ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο, Πατέρας, ποὺ δίνει ἀγάπη καὶ ζωή, ποὺ κάνει σύντροφο καὶ συνομιλητή του τὸν ἄνθρωπο. Ὁ μαμωνᾶς εἶναι πρᾶγμα ἄψυχο, χωρὶς ζωὴ καὶ ἀγάπη, χωρὶς ἴχνος ἀνθρωπιᾶς, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιό του, δηλαδὴ ἄψυχο πρᾶγμα. Τὸ δίλημμα λοιπὸν δὲν εἶναι νὰ διαλέξει κανεὶς ἕνα κύριο, ἀλλὰ νὰ διαμορφώσει τὴν προσωπικότητά του ἤ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ, νὰ προτιμήσει τὸ εἶναι ἤ τὸ ἔχειν, τὴ ζωὴ ἤ τὸ θάνατο. Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἠθικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ τὴ διαμόρφωσή του σὲ ἄνθρωπο ἤ ὄχι. Ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι ἁπλὲς συνέπειες, ἐκδηλώσεις ποὺ δείχνουν τί προτίμησε ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτὲς τὶς συνέπειες μᾶς δείχνει στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ Χριστὸς μ’ ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ζωή. Ὅλος ὁ κόπος κι ἡ φροντίδα μας εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε, νὰ ἔχουμε, νὰ κατέχουμε. Νὰ κατέχουμε ὅσα χρειαζόμαστε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ δῆθεν αὐτὰ διασφαλίζουν τὸ μέλλον μας. Ἀκόμα κι οἱ διαπροσωπικές μας σχέσεις αὐτὴν τὴν βαθύτερη διάθεση ἐξωτερικὰ ἐκφράζουν.
Συνηθίζουμε νὰ τονίζουμε τὸ πόσο μᾶς ἀγαποῦν, παρὰ τὸ πόσο ἀγαποῦμε. Τό ἴδιο κάνουμε μερικὲς φορὲς καὶ μὲ τὸν Θεό, ὅταν φυσικὰ τὸν θυμόμαστε. Ζητοῦμε νὰ πάρουμε, χωρὶς ποτὲ νὰ δίνουμε.
Εἶναι ὁλοφάνερο, ἀγαπητοί μου, πὼς ἔχουμε χάσει τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μας, ἀφοῦ καὶ τὸν Θεὸ τὸν μεταβάλαμε σὲ ὑπηρέτη τῶν ἀναγκῶν μας. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο τραγικὴ αὐτή μας ἡ πορεία. Εἶναι καὶ παράλογη, ὅπως φαίνεται μὲ τὰ ἁπλᾶ παραδείγματα ποὺ δίνει ὁ Χριστός. Παράλογη, διότι ξεχνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ὅπως ἐμφανίζεται στὸν κόσμο. Τὰ ἀγριολούλουδα καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ δὲν κατέχουν τίποτε. Ὑπάρχουν, ἐπειδὴ τὰ φροντίζει ὁ Θεός. Ὁ Θεός ποὺ εἶναι αὐτοζωή. Δὲν ἔχει ἁπλᾶ ὁ Θεὸς ζωή, ἀλλά εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωή, τὴν ὁποία χορηγεῖ. Γι’ αὐτὸ δίνει ζωὴ στὸν κόσμο, χωρὶς νὰ φοβᾶται ὅτι θὰ τὴ στερηθεῖ ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος μπορεῖ ν’ ἀφαιρέσει κάτι ποὺ ὁ ἄλλος ἔχει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μεταβάλει τὸ Εἶναι. Γι’ αὐτὸ φοβᾶται ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος τὸν θάνατο. Φοβᾶται ἐπειδὴ θὰ τοῦ στερήσει ὅσα ἔχει, τὰ ὁποῖα καὶ ταυτίζονται μὲ τὴ ζωή. Αὐτὴ ὅμως εἶναι λανθασμένη τοποθέτηση, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξη, εἶναι ζωή, ἐνῷ ὁ θάνατος ἔχει ἐξουσία μόνο στὰ περὶ τὴν ζωὴ, δηλαδὴ στὰ πράγματα.
Συνεπῶς, ἀδελφοί μου, ἡ μετάβαση στὸ χῶρο τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς δηλαδή, πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ μέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, θὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἀγωνίζεται κάτω ἀπὸ δεσμά.
Ἡ αὐτόβουλη καὶ συνειδητὴ ἔνταξη στὸ χῶρο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν καινὴ κτίση ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Χριστός, προβάλλει ὡς ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ βεβαία λύση ζωῆς. Κι ἐδῶ πρέπει νά θυμηθοῦμε πώς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά προσφορά νέων πραγμάτων ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σάρκωσή Του στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι ἡ ἐπανατοποθέτηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄστοχο τρόπο τοῦ ἔχειν, τῆς κατοχῆς, στὸν σωτήριο στόχο τοῦ Εἶναι, τῆς ζωῆς.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς προτρέπει τοὺς μαθητές Του νὰ ζητοῦν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτό τὸν πόθο, θὰ προσθέσει ὁ Ἴδιος ὅσα ἄλλα χρειάζονται, γιὰ νὰ γίνουν κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.
24 Ἰουνίου 2018
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀφορᾶ στὴ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ ἑκατόνταρχος, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἦταν Ἰουδαῖος, ζητεῖ μὲ πίστη ἀπὸ τὸν Κύριο τὴ θεραπεία τοῦ πάσχοντος καὶ ἑτοιμοθάνατου δούλου του καὶ ὁ Χριστός, ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του χορηγῶντας τὴν ἴαση.
Τὸ ἀναφερόμενο περιστατικὸ ἀποκαλύπτει τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου καὶ ταυτόχρονα τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματικὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ εἶχε ὑπὸ τὶς διαταγές του ἑκατὸ στρατιῶτες καὶ μεγάλο ἀριθμὸ δούλων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἀσθενὴς τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ ἑκατόνταρχος ἐπιδεικνύει πνεῦμα φιλανθρωπίας, τὸ ὁποῖο μάλιστα ὑπερβαίνει τόσο τὰ συνήθη τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ τότε οἱ δοῦλοι δὲν εἶχαν καμμιὰ ἀξία, ἀλλὰ θεωροῦνταν ἀναλώσιμα ὑλικά, ὅσο καὶ τὰ συνήθη κάθε ἐποχῆς, ἰδιαίτερα καὶ τῆς δικῆς μας, ὅπου δὲν νοιάζεται κανεὶς γιὰ τὸν ἄλλον. Παρόλα αὐτὰ ὁ ἑκατόνταρχος συμπονεῖ τὸν δοῦλο του καὶ προσπαθεῖ γιὰ ἐκεῖνον προσερχόμενος μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει.
Αὐτὴ ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου ἀποτελεῖ ὄντως παράδοξο χαρακτηριστικό, ἀφοῦ ὡς ἐθνικός, δηλαδὴ μὴ Ἰουδαῖος καὶ εἰδωλολάτρης ἀγνοοῦσε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τοὺς Προφῆτες, τὶς Γραφὲς καὶ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅμως εἶχε ἐσωτερικὴ ποιότητα καὶ ζῶντας στὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ἔβλεπε τὴν λατρεία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γινόταν μάρτυς τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ καταφεύγει σὲ αὐτὸν μὲ πίστη. Ἡ πίστη του ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴν ταπείνωση, διότι ὅταν ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του, ὁ ἑκατόνταρχος θεώρησε ὅτι δὲν ἀξίζει τέτοια τιμή. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἀποκαλύπτονται οἱ διαστάσεις τῆς πίστης του καὶ ἡ αἴσθηση ποὺ εἶχε ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ. Ζητεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο ἁπλῶς νὰ κάνει τὸ θαῦμα.
Εἶναι ὄντως ἐκπληκτικὴ ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου, διότι ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μόνο μὲ τὸν λόγο του δημιούργησε, στερέωσε καὶ διακρατεῖ τὰ σύμπαντα. Αὐτὴ ἡ πίστη νικᾶ τὸν θάνατο, κλείνει τὶς πύλες τοῦ Ἅδη καὶ ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι τὸ ἀδιάκοπα ζητούμενο ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο ἀλλὰ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ ὄντως πλοῦτος, ὁ ὁποῖος δὲν χάνεται, ἀλλὰ σώζει. Κανένα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, οὔτε ἡ περιουσία οὔτε τὰ κτήματα οὔτε τὰ χρήματα οὔτε ἡ κοινωνικὴ θέση οὔτε ἡ ἐξουσία οὔτε τὸ σωματικὸ κάλλος, δὲν εἶναι μόνιμο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἡ καθημερινὴ ἐπιδίωξη καὶ ἡ ἀπολυτοποίησή τους σκορπίζει τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὸ φτάσιμο στὸν Θεό.
Ὁ Χριστὸς θαυμάζει τελικὰ τὴν ποιότητα καὶ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς πίστης τοῦ ἑκατόνταρχου καὶ προσφέρει, ὡς ἐξουσίαν ἔχων, τὸ δῶρο τῆς ζωῆς στὸν πάσχοντα δοῦλο του. Στρεφόμενος ὅμως πρὸς τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν σημειώνει ὅτι αὐτοὶ δὲν ἔχουν τέτοια πίστη.
Οἱ Ἰουδαῖοι ὡς τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ἀδελφοί μου, ἐπαναπαύονταν στὴν πνευματικὴ καταγωγή τους, ὅπως ἐμεῖς σήμερα, θεωρῶντας ὅτι μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔχουν ἐξασφαλισμένη τὴ σωτηρία. Ἔμπρακτα ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Παρόλο ποὺ ἀνατράφηκαν μὲ τὸν Νόμο, τοὺς Προφῆτες καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀγνόησαν τὴν πραγματικότητα τῆς παρουσίας, τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς θαυματουργικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἰησοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα τελικὰ νὰ Τὸν σταυρώσουν. Ἔτσι ἔχασαν τὸ προνόμιο τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ καὶ τὴ θέση τους παίρνουν ἀπὸ τότε ὅσοι στρέφονται μὲ βεβαιότητα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ σώζοντος κάθε ἄνθρωπο.