Loading...

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄ 41-56)

(8-11-2020)

Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι συνύπαρξη μὲ τὸν Χριστό. Εἶναι συμπόρευση μαζί Του. Εἶναι ἡ συνειδητὴ τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πορεία ἀνηφορικὴ καὶ ἰδιαίτερα δύσκολη. Εἶναι σταυρὸς καὶ καθημερινὸς θάνατος. Εἶναι μαρτύριο ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. Εἶναι συμπεριφορὰ ἀσυνήθιστη ἀλλὰ καὶ παράλογη γιὰ τὰ δεδομένα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας του. Τελικά, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι ἁπλῆ βιολογικὴ ἐπιβίωση ἀλλὰ ὑπέρβασή της, πρᾶγμα παράδοξο. Παράδοξο, πλὴν ὅμως ἀληθινό, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».

Αὐτὴ τὴν ἀσυνήθιστη συμπεριφορὰ παρατηροῦμε καὶ στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Τὴν ἐπιδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, ὡς νέος Ἀδάμ, γίνεται πρότυπο τῆς ἀνθρωπότητος καὶ προσφέρει τὸ μέτρο ποὺ ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ Χριστιανοῦ στὸ πρόσωπό μας.

Ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, πορευόταν στὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰάειρου, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ δωδεκάχρονη ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα του. Ἐνῷ βρισκόταν καθ᾽ ὁδὸν ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα «συνέπνιγον αὐτόν», κάποια γυναίκα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια, κατάφερε νὰ Τὸν πλησιάσει καὶ διακριτικὰ νὰ ἀγγίξει τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων Του. Τὸ ἄγγιγμα αὐτὸ ἀποδείχθηκε σωτήριο· «παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς», ὅμως, ἡ ἐνέργειά της δὲν διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐρώτησε ποιὸς Τὸν ἄγγιξε.

Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ ὁπωσδήποτε μᾶς ξενίζει, ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος εἶναι γνώστης ἀκόμα καὶ τῶν πιὸ μύχιων λογισμῶν τῶν πλασμάτων Του.

Ἔκπληξη γιὰ τὴν ἀπορία ἐκφράζουν καὶ οἱ μαθητὲς μὲ τὸ στόμα τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος ἐρωτᾶ μὲ αὐθορμητισμό: «ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;».

Ἡ ὁμολογία ὅμως τῆς πίστεως τῆς γυναίκας πρὸς τὸ πρόσωπό Του καὶ τὰ δυνατὰ ἀποτελέσματά της ἦταν, ὅπως φαίνεται, οἱ βαθύτερες ἀνθρώπινες καταστάσεις ποὺ θέλησε ὁ Κύριος μὲ τὴν ἀπορία νὰ ἀποκαλύψει, προκειμένου νὰ διδάξει.

Ἡ ἀληθινὴ πίστη στὸν Χριστὸ εἶναι ἐκείνη ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, ὅταν ἡ πίστη στρέφεται στὸν ἑαυτό μας καὶ μόνο, τότε ἐκδηλώνεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ προκαλεῖ σοβαρὲς ἐμπλοκές. Ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἀδύναμο νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατανοήσει τὰ γεγονότα. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ὅταν ἔμαθαν πὼς τὸ κορίτσι πέθανε. Ὅταν ὁ Κύριος ἔφθασε στὸ σπίτι καὶ εἶπε «μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει», τότε ὅλοι μαζὶ «κατεγέλων αὐτοῦ εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι μπροστά τους εἶχαν «τὸν κυριεύοντα ζωῆς καὶ θανάτου Κύριον». Δὲν κατενόησαν ὅτι μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὁ δρόμος τοῦ θανάτου μεταβάλλεται σὲ πύλη τῆς αἰωνιότητος.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ πίστη ποὺ ἐκδήλωσαν τόσο ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα ὅσο καὶ ὁ Ἰάειρος, εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ καταξιώσει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἀνεβεῖ τὰ σκαλοπάτια τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ πίστη ποὺ βλασταίνει μέσα ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῶν θαυμαστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ ἐπιστηρηκτικοῦ λόγου Του «μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται».

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ι΄ 25-37)

(15-11-2020)

Στὴ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ὁ Κύριος ἑρμηνεύει τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον, καλῶντας μας νὰ τοποθετηθοῦμε.

 Κάποιος «νομικός», ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ μελετοῦσε καὶ γνώριζε, θεωρητικά τουλάχιστον, τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα. Οἱ προθέσεις τοῦ νομικοῦ, ὅμως, δὲν ἦταν καλές, ἀφοῦ πλησίασε τὸν Χριστὸ ὄχι μὲ πνεῦμα μαθητείας, ἀλλά «ἐκπειράζων αὐτόν», ἐπιδιώκοντας νὰ τὸν παγιδεύσει, νὰ πάρει ἀπάντηση ἀντίθετη μὲ τὸν Νόμο καὶ ἀκολούθως νὰ τὸν κατηγορήσει. Ἔτσι τὸν ἐρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ὁ Κύριος κατανοεῖ τὴν διάθεση καὶ τὴν πονηρία τοῦ νομικοῦ καὶ τὸν παραπέμπει στὸν Νόμο: «Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;».

Ὁ νομικὸς τοῦ ἀπαντᾶ μὲ ἀναφορὰ σὲ ἐντολὲς τοῦ Λευιτικοῦ καὶ τοῦ Δευτερονομίου: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἡ ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ ἦταν ὀρθή, διότι τὸ νὰ ἀγαπήσει κανεὶς τὸν Θεὸ ἐξ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς του καὶ τὸν πλησίον του σὲ τέτοιο βαθμό, ὅπως ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὄντως τὸ πλέον σημαντικό. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅμως, ἀποβαίνει ὁλοκληρωμένη μόνο ὅταν εἶναι γνήσια, ὅταν δηλαδὴ δὲν περιορίζεται σὲ κάποιες μόνο κατηγορίες ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐκτείνεται θυσιαστικά, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, πρὸς κάθε ἄνθρωπο.

Ὁ νομικὸς ὅμως, καθότι Ἰουδαῖος, δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν εὐρεῖα ἀντίληψη γιὰ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους· γιὰ τοὺς Ἑβραίους πλησίον ἦταν μόνο οἱ ὁμοεθνεῖς καὶ οἱ ὁμόπιστοί τους καὶ κανένας ἄλλος. Εἰδικὰ γιὰ τὴν τάξη τῶν Φαρισαίων ὁ φτωχὸς καὶ ἀγράμματος λαὸς δὲν ἦταν οὔτε πλησίον, οὔτε ὅμως καὶ ἄξιος γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Ἔτσι περιόριζαν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους μόνο σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα κατανοεῖται καὶ ἡ παγίδα τοῦ νομικοῦ, ὅπου μία ἐνδεχόμενη ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἀντίθετη μὲ τὰ δεδομένα τῶν Ἰουδαίων, θὰ παρεῖχε τὴν εὐκαιρία νὰ Τὸν κατηγορήσουν.

Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁμοεθνὴς ἢ ἀλλοεθνής, φίλος ἢ ἐχθρός, εἶναι πλησίον καὶ ἀδελφός μας. Ἐφόσον μοιραζόμαστε τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔχουμε τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ δημιουργό, τότε εἴμαστε ἀδέλφια. Ἑπομένως ὀφείλουμε νὰ κοιτάζουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ἀγαπητικὰ καὶ σὲ περίπτωση ἀνάγκης καὶ θλίψεως νὰ τείνουμε χεῖρα βοηθείας, ἀνεξαρτήτως κόπου ἢ θυσιῶν ἢ δαπανῶν. Κινητήριος δύναμη τῶν πράξεών μας πρέπει νὰ εἶναι μόνο ἡ φιλανθρωπία καὶ στόχος μας ἡ ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀνάγκες, σωματικὲς ἢ ψυχικές, ὅσων ὑποφέρουν. Οἱ σωματικὰ ἀσθενεῖς, εἴτε ἔχουν κάποιον νὰ τοὺς φροντίσει εἴτε ὄχι, πάντα χρειάζονται τὴν ἐπίσκεψή μας καὶ τὸν ἱλαρὸ τὸν λόγο, τὴν παρηγοριά μας καὶ τὴν ἀνακούφιση ποὺ προσφέρει ἡ ἁπλῆ παρουσία μας κοντά τους. Ὅλοι αὐτοὶ περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς τὴν ἀναγκαία βοήθεια. Ἀνεξάρτητα ἐὰν ἔχουμε μεγάλες οἰκονομικὲς δυνατότητες ἢ μικρές, τὸ θέμα εἶναι νὰ βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε, ἔστω καὶ λίγο. Ὁ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος δὲν θέλει πολλὰ πράγματα γιὰ νὰ ἀνακουφισθεῖ, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀναπαύεται μὲ τὴν πράξη μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ βοήθεια καὶ ἡ παρηγοριὰ στὸν πάσχοντα θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὅτι γίνονται στὸν Ἴδιο.

Τὴν ἴδια ἢ καὶ μεγαλύτερη ἀνάγκη ἔχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀντιμετωπίζουν κάθε εἴδους προβλήματα. Ποικίλη ψυχικὴ ὀδύνη, οἰκογενειακὰ δράματα, ἐχθρότητα, πάσης φύσεως δυσκολίες, ἀκόμη καί θάνατο οἰκείου τους προσώπου. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ αὐτὲς τὶς καταστάσεις ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῆς δικῆς μας παρηγοριᾶς, ἐνίσχυσης, συμπαράστασης καὶ συμπόνιας, ὥστε νὰ ἁπαλυνθεῖ ὁ πόνος τους, νὰ μὴν περιπέσουν σὲ κατάθλιψη καὶ νὰ μὴν φτάσουν στὴν ἀπελπισία, ποὺ εἶναι ἔργο καὶ στόχος τοῦ πονηροῦ.

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιβ΄ 16-21)

(22-11-2020)

Θέμα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὅπως ἀκούσαμε, εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ μεγάλη δύναμις καὶ θεότητα τοῦ παρόντος κόσμου. Θὰ λέγαμε καλύτερα πὼς τὸ θέμα τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ ἡ λατρεία τοῦ πλούτου, ἡ προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτόν. Εἶναι τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο συναντῶνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πλούσιοι καὶ πτωχοί. Οἱ πλούσιοι δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὸν πλοῦτο ποὺ κατέχουν καὶ οἱ πτωχοὶ ἀγωνίζονταινὰ τὸν ἀποκτήσουν. Ὁ Χριστὸς βέβαια δὲν κάνει ἁπλῶς ἕνα κοινωνικὸκήρυγμα, γιὰ νὰ μοιράσει τὸν πλοῦτο. Ὁ Χριστὸς ὅταν ἀναφέρεται στὸν πλοῦτο, μιλᾶ γιὰ ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Οὔτε τὰ καταδικάζει οὔτε τὰ δικαιώνει. Μιλάει μόνο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὰ καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχει ἀπὸαὐτά.

Στὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἀφροσύνη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἐπειδὴ θέλει τὸν ἄνθρωπο κύριο καὶ διαχειριστὴ τῶν πραγμάτων καὶ ὄχι δοῦλο τους.

Ἡ παραβολὴ ἀφορᾷ στὴν καθημερινότητα τῆς Γαλιλαίας. Ἕνας ἄνθρωπος, πλούσιος ἤδη, βλέπει τὴ γῆ του νὰ εὐφορεῖ. Ὅχι κάποια κτήματά του ἀλλὰ ὅλη ἡ χώρα του ἀφθονοῦσε ἀπὸ σιτάρι καὶ ἄλλα ἀγαθά. Στὴ διήγηση τοῦ Χριστοῦ δὲν γίνεται κανένας ὑπαινιγμός γιὰ τὸν μέχριτώρα κόπο τοῦ πλούσιου γαιοκτήμονα γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπέκτησε. Οἱἀκροατὲς τοῦ Χριστοῦ γνώριζαν καλὰ ὅτι στὴ Γαλιλαία αὐτοὶ ποὺ κατέχουν τὴ γῆ ἔμεναν στὶς πόλεις καὶ τὰ κτήματά τους τὰ δούλευαν ἀντὶ ἐλάχιστης ἀμοιβῆς ἐργάτες. Καὶ στὴ γεωργία τίποτα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀστάθμητους παράγοντες, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἐλέγξει. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς μας λοιπὸν φαίνεται νὰβρίσκεται σὲ μιὰ ὄχι καὶ τόσο ἀναμενόμενη εὐφορία καὶ δὲν εἶναικατάλληλα προετοιμασμένος.

Ἡ πρώτη ἀντίδρασή του δὲν εἶναι νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ οὔτε νὰ προσφέρει τοὺς πρώτους καρποὺς στὸν Ναὸ οὔτε στὴν ἐλεημοσύνη τῶν πτωχῶν, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο. Προτοῦ κἄν θερίσει, διαλέγεται μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀποφεύγοντας ἀκόμα καὶ τὴν οἰκογένειά του καὶ τοὺς φίλους του. Διερωτᾶται λοιπὸν «τί ποιήσω…», συνειδητοποιῶντας ὅτι δὲν ἔχει τόσες ἀποθῆκες, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει τὸν πλοῦτο του.

Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου· νὰ θεωρεῖ πὼς ὅ,τι κατακτᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴν ὕπαρξή του, νὰ ἱκανοποιήσει τὴ δῖψατου γιὰ ζωή, γιὰ πληρότητα, γιὰ εὐφροσύνη, γιὰ ἀθανασία. Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς μας θεωρεῖ πὼς ἡ συγκέντρωση ἀγαθῶν καὶ πλούτουμποροῦν νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν εὐφροσύνη καὶ μακροζωία, «ψυχή μου ἔχειςπολλὰ ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἐξαρτᾶ τὴ ζωήτου καὶ τὴν χαρά ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ χρήση τῶν ἀγαθῶν.

Ὅμως ἡ εὐημερία καὶ ὁ καταναλωτισμὸς δὲν εἶναι εὐτυχία, ὅταν ἡ ζωὴ διεκδικεῖται ἀτομικά. Μόνος του βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου,ἀφοῦ τὸ ἄγχος γιὰ τὴ συγκέντρωση τοῦ πλούτου τὸν ὁδήγησε στὴν ἀπομόνωσή του ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς χαρακτηρίζει τὸν πλούσιο ὡς ἄφρονα.

Σήμερα, ὅπως καὶ κάθε ἐποχή, ὁ κόσμος περνάει κρίση. Τὸ αἴτιο τῆς κρίσης πάντα εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι πίστεψαν πώς, γιὰ νὰ ζήσουν, ἀρκεῖ νὰ ἔχουν ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀδιαφορῶντας ἂν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ ἀνέχεια καὶ πεῖνα.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

«Ἀφροσύνη ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ» λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφροσύνη σκορπίζει τὴν καταστροφὴ στὴ ζωὴ καὶ τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ προορισμός μας εἶναι οὐράνιος. Ἡ μέλλουσα οὐράνια πατρίδα εἶναι ἡ μένουσα καὶ μᾶς περιμένει. Ἐκείνη κρύβει γιὰ μᾶς τὰ ἀγαθά. Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη ὅσο ζοῦμε πάνω στὴ γῆ νὰ ἀγαποῦμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη τοὺς συνανθρώπους μας, διότι αὐτοὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Θεό. Μόνοι μας δὲν θὰ φθάσουμε ποτέ.

Ἀληθινὸς Χριστιανὸς χωρὶς ἀδελφοὺς δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι τό πλήρωμα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καὶ ἡ ἰσορροπία μαςστὸν κόσμο.

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄ 18-27)

(29-11-2020)

Τὸ νὰ κατέχει κανεὶς ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν εἶναι πρᾶγμα κακό. Ἄλλωστε ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἄπειρα παραδείγματα πλουσίων, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δὲν κατακρίνονται γιὰ τὴν οἰκονομική τους ἐπιφάνεια, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐπαινοῦνται γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διαχειρίστηκαν τὸν πλοῦτο τους. Τὸ κακὸ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πλεονέκτης· θέλει νὰ ἀποκτήσει ὅλο καὶ περισσότερα καὶ κλείνει τὰ σπλάγχνα του στὸν συνάνθρωπό του ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πέρασε τὴν ἐπίγειο ζωή Του χωρὶς νὰ ἔχει «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» καὶ σὲ πλεῖστες περιπτώσεις κατέκρινε ἔντονα τὴν προσκόλληση πρὸς τὸν ἐπίγειο πλοῦτο. Καὶ τοῦτο ὄχι χωρὶς λόγο: ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλλησή του στὸν πλοῦτο, τότε γλιτώνει καὶ ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. Ἡ χριστιανικὴ ζωή, καθὸ ζωὴ ἐλευθερίας, ἀπαιτεῖ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴ δυναστεία τοῦ πλούτου, ποὺ καταδυναστεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὑποτάσσει στὸ χρῆμα, ἐμποδίζοντάς τον ταυτόχρονα νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι του στὸν οὐρανό.

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἕνας ἄρχοντας πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιὸ τρόπο θὰ κληρονομοῦσε τὴν αἰώνια ζωή. Ἀσφαλῶς τὸ ἐρώτημα ἔκρυβε τὴν ἐσωτερική του ἀνησυχία. Ἡ ἀντίδρασή του, ὅμως, μετὰ τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει καὶ τὴν προσκόλληση ποὺ εἶχε στὴν περιουσία του. Γι᾽ αὐτό, καὶ ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ λέει πώς, ἐφόσον ἐπιζητεῖ τὴν τελειότητα καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει νὰ δώσει ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ἀμέσως ἄλλαξε διάθεση, ἔγινε περίλυπος καὶ ἀπομακρύνθηκε. Ἡ προσκόλληση στὴ μεγάλη του, προφανῶς, περιουσία, δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ παραμείνει κοντὰ στὸν Χριστό. Ἔτσι ἔφυγε ἀπὸ κοντά Του.

Ἡ κατοχὴ ὑλικοῦ πλούτου καὶ ἡ προσκόλληση σὲ αὐτὸν αἰχμαλωτίζει τὸν ἄνθρωπο. Ἑπομένως, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ καρδία εἶναι δοσμένη στὸν πλοῦτο καὶ ὄχι στὸν Χριστό, ἐμποδίζεται ἀπὸ μόνος του νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ πλούσιου νέου, κάνει τὴν τραγικὴ διαπίστωση «πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!». Δὲν λέει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦν καὶ οἱ πλούσιοι, ἀλλὰ ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο, ὅσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἕνα χοντρὸ σχοινὶ νὰ χωρέσει ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας. Γίνεται, ὅμως, εὔκολο ὅταν οἱ πλούσιοι παύσουν νὰ εἶναι προσκολλημένοι στὸ χρῆμα καὶ τὸ χρησιμοποιήσουν ὀρθά, ὅπως ἁρμόζει στοὺς βαπτισμένους καὶ ἀναγεννημένους ἀνθρώπους.

Ὁ πόθος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πρέπει νὰ χαρακτηρίζει κάθε χριστιανό, ὁδηγεῖ στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ πλούτου ὄχι πετῶντας ἀλλὰ χρησιμοποιῶντας αὐτὸν ὡς μέσο γιὰ τὴν ὑπηρεσία τοῦ ἐμπερίστατου συνανθρώπου. Οἱ Χριστιανοὶ καλοῦνται νὰ ἔχουν πραγματικὴ αὐτάρκεια στὰ ὑλικὰ πράγματα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ὀλιγάρκεια.

Ὁ πλοῦτος καὶ ὁ χορτασμὸς πρέπει νὰ ἐπιζητοῦνται μόνο στὰ πνευματικὰ καὶ ὄχι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὅταν, ὅμως, ὁ πλοῦτος μένει προστατευμένος στὶς ἀποθῆκες καὶ στὶς τράπεζες χωρὶς νὰ χρησιμοποιεῖται φιλάνθρωπα, τότε ἀποδεικνύει τὸν διαχειριστή του ὡς ἄνθρωπο ποὺ φέρει μάταια τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει «ὁ ἀγαπῶν τὸν πλησίον του, ὅπως τὸν ἑαυτό του, δὲν θέλει νὰ ἔχει περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνον. Ὅταν ὅμως ἀρχίσει νὰ μαζεύει καὶ νὰ αὐξάνει τὴν περιουσία του, στρέφοντας τὴν καρδία του σὲ αὐτή, τότε δείχνει ὅτι τοῦ λείπει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐνῷ ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, καταλήγει δοῦλος τοῦ χρήματος.

Ἐν προκειμένῳ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ προτροπὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ: «Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον; Ἔχομεν χρέος νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, τὰ ρουχαλάκια μας τὰ ἀρκετὰ καὶ τὰ ἐπίλοιπα νὰ τὰ ξοδιάζωμεν εἰς τοῦς πτωχοὺς διὰ τὴν ψυχήν μας. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον διὰ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ κάνωμεν πολύτιμα φορέματα καὶ παλάτια ὑψηλά, νὰ χορεύουν τὰ ποντίκια αὔριο καὶ οἱ πτωχοὶ νὰ ἀποθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν. Αὐτὸ εἶναι τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου, ἔτσι τὸ ἐξεύρετε. Ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὕστερα ἔτσι νὰ κάμνετε ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε».

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιγ΄ 10-17)

(6-12-2020)

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς φέρνει στὴν σκέψη ἕνα γεγονὸς ποὺ ἐξελίχθηκε μέσα σὲ Συναγωγή, ὅπου δίδασκε ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.  Ἐμφανίστηκε μία ἀληθινὰ ταλαίπωρη γυναίκα, ἡ ὁποία γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια καὶ ἀπὸ συνεργία τοῦ Σατανᾶ, βρισκόταν σὲ ἄθλια κατάσταση. Ἦταν συγκύπτουσα, δηλαδὴ συνεχῶς σκυφτή, ἀδυνατώντας νὰ σηκώσει πάνω τὸ κεφάλι της. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος τὴ λυπήθηκε καὶ ἀφοῦ τὴν προσέγγισε, ἔβαλε πάνω της τὰ χέρια Του, καὶ αὐτὴ ἔγινε καλὰ τὴν ἴδια στιγμή. Τότε, τόσο ἡ πρώην ταλαίπωρη γυναίκα, ὅσο καὶ ὁ  λαός ποὺ εἶδε τὸ θαῦμα, δόξασαν τὸν Θεό.

Ὁ ἀρχισυνάγωγος, ὅμως, μετὰ τὴ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀντέδρασε, ἐπικαλούμενος τὴν τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Μὲ ἀγανάκτηση εἶπε στοὺς παρευρισκομένους νὰ μὴν προσέρχονται πρὸς θεραπεία τὸ Σάββατο, ἀλλὰ τὶς ὑπόλοιπες ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας: «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθαι, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Τοῦτο τὸ ἔκανε ὄχι ἐξαιτίας τοῦ ζήλου ποὺ εἶχε γιὰ τὸν πατρῶο Νόμο, ἀλλὰ διότι ἦταν ὑποκριτής, γεμᾶτος φθόνο.

Ὁ φθόνος εἶναι ἕνα φοβερὸ νόσημα, εἶναι πάντοτε τέκνο τῆς κακότητας τοῦ Σατανᾶ καὶ ἀντιμάχεται καὶ ἀμφισβητεῖ τόσο τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὅσο καὶ τὰ ἔργα Του. Ὅταν ἐμφανιστεῖ στὴν ψυχή, τὴν τυφλώνει καὶ τὴν ἐξασθενεῖ, ὅπως ἡ σκουριὰ τὸν σίδηρο, καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει λογικὰ καὶ νὰ μὴν βλέπει καὶ νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο τί κακὸ νὰ πεῖ καὶ νὰ κάνει. Κατὰ πὼς λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὁ φθόνος προέρχεται ἀπὸ τὴ ζήλεια, γεννᾶ τὸ μῖσος καὶ μεταφράζεται σὲ λύπη γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου. Ἔτσι ἐκδιώκεται ἡ ἀγάπη καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει τοὺς πάντες, ἀκόμα καὶ τοὺς εὐεργέτες, ὡς ἐχθρούς. Ὁ φθονερὸς λυπᾶται γιὰ τὰ καλὰ καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ πλησίον, ὑποφέρει γιὰ τὶς ὅποιες ἐπιτυχίες ἔχει ὁ συνάνθρωπός του. Στενοχωριέται καὶ πληγώνεται ἀπὸ ὅλους. Ἔχει κάποιος καλὴ ὑγεία; Αὐτὸ πληγώνει τὸν φθονερό. Εἶναι κάποιος πιὸ ὡραῖος καὶ πιὸ ὄμορφος; Εἶναι πλούσιος, ἔχει κοινωνικὴ ἐπιφάνεια; Τοῦτα εἶναι πληγὲς καὶ τραύματα στὴν ψυχὴ τοῦ φθονεροῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἀνακουφίζει τὸν φθονερὸ εἶναι ἡ δυστυχία τοῦ συνανθρώπου του, τὸν ὁποῖο φθονεῖ. Ὅταν λοιπὸν κάποιος χαίρεται, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὁ φθονερὸς δὲν χαίρεται μαζί του, ὅταν, ὅμως, ὑποφέρει τότε συμπάσχει μαζί του καὶ τὸν εὐσπλαχνίζεται γιὰ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε. Χαρὰ τοῦ φθονεροῦ λοιπὸν εἶναι νὰ δεῖ, τὸν ἐπιτυχημένο νὰ ἐκπίπτει σὲ ἐλεεινό, τὸν εὐτυχισμένο ἄνθρωπο νὰ γίνεται δυστυχὴς καὶ τὸν χαρούμενο νὰ δακρύει καὶ νὰ πενθεῖ.

Ἡ κατάσταση τοῦ φθόνου εἶναι ἐναντίωση στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, σὲ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε ὄχι μόνο ὅσους -γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο- μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἀντ᾽ αὐτοῦ οἱ ταλαίπωροι φθονεροί, ὄχι μόνο τοὺς ἐχθρούς τους δὲν ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τοὺς φίλους καὶ ἀδελφοὺς καὶ εὐεργέτες τους φθονοῦν καὶ ἐπιβουλεύονται γιὰ τὴν εὐτυχία ἢ τὴν ἐπιτυχία τους.

Ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἔχει ἔλλειμμα ἀγάπης καὶ ἄρα μένει ἐκτὸς τῆς  ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν πᾶνε ὅσοι μισοῦν καὶ φθονοῦν τὸν ἄλλο, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν καὶ χαίρονται γιὰ τὸ καλό, τὸ ἀγαθὸ καὶ τὴ δόξα τοῦ συνανθρώπου τους.

 Ἂς μὴν λησμονοῦμε πὼς ὁ θάνατος γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἐκπήγασε -ὡσὰν ἀπὸ πηγή- ἀπὸ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, καθὼς ἐπίσης ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἄρα ἐφόσον ποθοῦμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἂς ἀκούσουμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μᾶς συμβουλεύει: «μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες», καὶ ταυτόχρονα μᾶς ζητᾶ νὰ γίνουμε «ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαχνοι», συγχωροῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ἡμῖν».

Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἀποβάλουμε τὸ ὀλέθριο πάθος τοῦ φθόνου ἀπὸ τὴν ψυχή μας καὶ ἀντ᾽ αὐτοῦ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν ἀδελφό μας, νὰ χαροῦμε γιὰ ὅλα του τὰ προτερήματα, μὰ κυρίως νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε, ἐπειδὴ αὐτὸς γίνεται μέσον τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν θεό.

© Copyright 2023 π. Αντώνιος Μπεζαΐτης, εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Στυλιανού Γκύζη Back To Top